νόμιος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόμιος Medium diacritics: νόμιος Low diacritics: νόμιος Capitals: ΝΟΜΙΟΣ
Transliteration A: nómios Transliteration B: nomios Transliteration C: nomios Beta Code: no/mios

English (LSJ)

(A), α, ον, AP6.73 (Maced.), Man.5.161: (νομεύς):—
A of shepherds, νόμιος θεός the pastoral god, i.e. Pan, h.Pan.5, AP6.96 (Eryc.); of Apollo, as shepherd of Admetus, Call.Ap.47, cf. Theoc.25.21, A.R. 4.1218 (but also, god of Law (cf. sq.), Rendic.Linc.1925.419 (Cyrene, i B.C., dedic. by νομοφύλακες)); of Aristaeus, Pi.P.9.65; of Hermes, Ar.Th.977 (lyr.), Corn.ND16; of Dionysus, AP9.524.14; of Zeus, Archyt. ap. Stob.4.1.138 (expld. fr. νέμω); of the Nymphs, Orph.H. 51.12; N. ὄρη, in Arcadia, Paus.8.3.11; ν. μέλος A.R.1.578; τὸ ν. Clearch.37; ν. φορβάς Epic.inBKT5(1).112.
2 νόμιον, τό, pasture dues, PStrassb.21.14 (ii A.D.).

(B), ον,
A = νόμιμος, in neut. pl., IG9(1).334.15 (Locr.); ὅρκος ὁ νόμιος ib.45.
II v. foreg 1.

German (Pape)

[Seite 261] auch 2 Endgn, zur Weide gehörig, den Hirten betreffend; μέλος, Hirtenlied, Ap. Rh. 1, 577; ᾠδή, Ath. XIV, 619 b; νόμιοι σκύλακες, Paul. Sil. 44 (VI, 168); – θεός, Hirtengott, Schutzgott der Heerden, H. h. 18, 5; auch Bacchus heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 14); u. Apollo, Ap. Rh. 4, 1218, was die Alten auf νόμος, das Gesetz, bezogen zu haben scheinen, wenigstens findet sich in VLL. die Glosse νόμιος, δίκαιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de pâtre, pastoral ; particul. protecteur des pâtres ou des troupeaux.
Étymologie: νομή.

Russian (Dvoretsky)

νόμιος: пастушеский, охраняющий стада (σκύλακες Anth.): ν. θεός HH, Arph., Anth. = Πάν, Ἑρμῆς или Βάκχος.

Greek (Liddell-Scott)

νόμιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, (νομεὺς) ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς ποιμένας, ν. θεός, ὁ ποιμενικὸς θεός, δηλ. ὁ Πᾶν, Ὕμν. Ὁμ. 18. 5, Ἀνθ. Π. 9. 96· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς νομέως τοῦ Ἀδμήτου, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 47, πρβλ. Θεόκρ. 25. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1218· ἐπὶ τοῦ Ἀρισταίου, Πινδ. Π. 9. 115· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 977· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 14· ἐπὶ τοῦ Διός, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 270. 3· ἐπὶ τῶν Νυμφῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 50. 11· ν. μέλος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 577· τὸ ν. Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C.

Greek Monolingual

(I)
νόμιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποιμένες, ποιμενικός
2. (το αρσ.) επίκληση διαφόρων θεών, όπως του Απόλλωνος, του Πανός, του Ερμού, του Διονύσου, του Διός κ.ά.
3. αυτός που αρμόζει σε ποιμένες
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ νόμιον
(ενν. μέλος) το ποιμενικό άσμα
5. φρ. «νόμιος θεός» — ποιμενικός θεός, δηλ. ο Παν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -ιος (πρβλ. ίππιος)].
(II)
νόμιος, -ον (Α)
1. νόμιμοςὅρκοςνόμιος» — ο όρκος που επιβάλλεται από τους νόμους, επιγρ.)
2. (συν. ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τὰ νόμια
τα νόμιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κατάλ. -ιος (πρβλ. ίππιος)].

Greek Monotonic

νόμιος: Α, -α, -ον, (νομεύς), λέγεται για βοσκούς, ποιμένες, νόμιος θεός, δηλ. ο Παν., σε Ομηρ. Ύμν.· λέγεται για τον Απόλλωνα, ως βοσκού του Άδμητου, σε Θεόκρ.
νόμιος: Β, -ον = νόμιμος

Middle Liddell

νόμιος, η, ον νομεύς
of shepherds, pastoral, ν. θεός, i. e. Pan, Hhymn.; of Apollo, as shepherd of Admetus, Theocr.