προσνίσσομαι
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
German (Pape)
[Seite 773] hinzugehen, -kommen, εἰς, Il. 9, 381, in dor. Form ποτινίσσομαι, wie Pind. Ol. 6, 99; in feindlichem Sinne, anrücken, Soph. Ant. 129.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 s'avancer vers, s'approcher : τινά, de qqn;
2 s'avancer contre.
Étymologie: πρός, νίσσομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσνίσ(σ)ομαι, poët. ποτινίσ(σ)ομαι [προσνέομαι] naar... toegaan: met acc.. θεοὺς ὁσίαις θοίναις ποτινισομένα de goden met heilige feestmalen benaderend Aeschl. PV 530.
Russian (Dvoretsky)
προσνίσσομαι: дор. ποτῐνίσσομαι (только praes.)
1 подходить, приходить (ἐς Ὀρχομενόν Hom.; οἴκαδε Pind.): θεοὺς ὁσίαις θοίναις π. Aesch. приближаться к богам со священными пиршественными дарами;
2 устремляться, нападать (ῥεύματι πολλῷ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
προσνίσσομαι: ἀποθ., εἰσάγομαι εἰς ὅσ’ ἐς Ὀρχομενὸν πρτινίσσεται (ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ...,) Ἰλ. Ι. 381· ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ, οἴκοθεν οἴκαδ’ ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον, «παραγινόμενον» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 6. 167· - ὡσαύτως, θεοὺς θοίναις ποτινισσομένα, «προσερχομένη» (Σχολ.), πλησιάζουσα πρὸς αὐτοὺς μετὰ θυσιῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 530. ΙΙ. ἐπέρχομαι, πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους Σοφ. Ἀντ. 129.
English (Autenrieth)
go or come in; εἴς τι, Il. 9.381†.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ποτινίσσομαι Α
(αποθ.)
1. προσέρχομαι («οἴκοθεν οἴκαδ' ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον», Πίνδ.)
2. πηγαίνω κοντά, πλησιάζω
3. εισάγομαι («οὐδ' ὅσ' ἐς Ὀρχομενὸν ποτινίσσεται», Ομ. Ιλ.)
4. (με εχθρική σημ.) επέρχομαι, επιτίθεμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτί + νίσσομαι «πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ»].
Greek Monotonic
προσνίσσομαι:I. Δωρ. ποτι-νίσσομαι, μόνο στον ενεστ., αποθ., έρχομαι ή πηγαίνω σε, προσέρχομαι, πλησιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· θεοὺς θοίναις ποτινίσσομαι, τους πλησιάζω με προσφορές, σε Αισχύλ.
II. έρχομαι εναντίον, χιμώ, σε Σοφ.
Middle Liddell
doric ποτι-νίσσομαι only in pres.]
Dep.:
I. to come or go to, Il., Pind.; θεοὺς θοίναις ποτιν. to approach them with sacrifices, Aesch.
II. to come against, Soph.