προσπαίω
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
= προσπίπτω, Sch.A.Pr.885; dub. in S.Fr.335.
German (Pape)
[Seite 776] (s. παίω), = προσπίπτω, v.l. Soph. fr. 310.
Russian (Dvoretsky)
προσπαίω: Soph. = προσπίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
προσπαίω: προσπίπτω, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 885· ὡσαύτως διάφ. γραφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 310.
English (Thayer)
(προσπίπτω) imperfect προσέπιπτον; 2aor, 3rd person singular προσέπεσε, 3rd person plural (προσέπεσον R G. προσέπεσαν T Tr WH (see πίπτω, at the beginning), participle feminine προσπεσοῦσα; from Homer down; properly, to fall toward, fall upon (πρός, IV:1) i. e.
1. to fall forward, to fall down, prostrate oneself before, in homage or supplication: with the dative of a person, at one's feet, Polybius, Plutarch, others); τοῖς γόνασι τίνος, Euripides, Or. 1332; Plutarch); πρός τούς πόδας τίνος, to rush upon, beat against: τῇ οἰκία (of winds beating against a house), προσπαίω).
Greek Monolingual
ΜΑ
πέφτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, προσκρούω («τῇ τοῦ Σκύθου κεφαλῇ... τὸ ξίφος προσέπαισεν», Άνν. Κομν.)
μσν.
μέσ. προσπαίομαι
χειροκροτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + παίω «χτυπώ»].