προσσαίνω

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσαίνω Medium diacritics: προσσαίνω Low diacritics: προσσαίνω Capitals: ΠΡΟΣΣΑΙΝΩ
Transliteration A: prossaínō Transliteration B: prossainō Transliteration C: prossaino Beta Code: prossai/nw

English (LSJ)

A fawn upon, coax, prop. of dogs, S.Fr.1082, Arr.Cyn. 7.2; ταῖς κέρκοις Ph.2.422: mostly metaph., οὐκ ἂν Ἀργείων τόδ' εἴη φῶτα προσσαίνειν κακόν A.Ag.1665 (troch.): c. dat., π. τοῖς συνδείπνοις Ath.3.99e.
2 of things, please, τῶνδε προσσαίνει σέ τι; A.Pr.835, cf. E.Hipp.863.

German (Pape)

[Seite 780] anwedeln, eigtl. von schmeichelnden Hunden, Arr. Cyn. 7, 2; übertr., schmeicheln, liebkosen, εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι, Aesch. Prom. 837; φῶτα κακόν, Ag. 1650; Soph. frg. 929 u. B. A. 21, 26; Eur. vrbdt auch τύποι σφενδόνης προσσαίνουσί με, Hipp. 863.

French (Bailly abrégé)

caresser, flatter ; plaire à, acc. ; p. ext. en parl. de choses εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι ESCHL si quelqu'une de ces choses te plaît.
Étymologie: πρός, σαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-σαίνω toekwispelen; overdr. van pers. vleien; van zaken behagen.

Russian (Dvoretsky)

προσσαίνω: дор. ποτισαίνω
1 вилять хвостом, ласкаться Soph.;
2 льстить, подольщаться (φῶτα κακόν Aesch.);
3 привлекать, манить: τῶνδε προσσαίνει σέ τι; Aesch. нравятся тебе подобные вещи?

Greek (Liddell-Scott)

προσσαίνω: σαίνω πρός τινα, θωπεύω, κολακευτικῶς φέρομαι, ὡς τὸ αἰκάλλω, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 928. Ἀρρ. Κυν. 7. 2· - τὸ πλεῖστον μεταφορ., οὐ γὰρ Ἀργείων τόδ’ εἴη φῶτα προσσαίνειν κακὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1665· ποτισαίνουσα... παράγει βροτὸν Ἄτα (οὕτως ὁ Ἕρμανν.) ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 98. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὐαρεστῶ, ὡς τὸ Λατ. arridere, εἰ τῶνδε προσαίνει σέ τι ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 835, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 863. 3) σπανίως μετὰ δοτ., Ἀθήν. 99Ε.

Greek Monolingual

ΜΑ
(συν. μτφ.) κολακεύω, θωπεύω
αρχ.
1. (κυρίως για σκύλο) κουνώ την ουρά μου σε κάποιον
2. (για πράγμα) ευφραίνω, τέρπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σαίνω «κουνώ την ουρά, περιποιούμαι, κολακεύω»].

Greek Monotonic

προσσαίνω: Δωρ. ποτι-σαίνω, αόρ. αʹ -έσηνα·
1. φέρομαι κολακευτικά, θωπεύω, κυρίως λέγεται για σκύλους· μεταφ., φῶτα προσσαίνειν κακόν, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, ευχαριστώ, ευαρεστώ, όπως Λατ. arridere, τινά, στον ίδ., Ευρ.

Middle Liddell

doric ποτι-σαίνω aor1 -έσηνα
1. to fawn upon, properly of dogs; metaph., φῶτα προσσαίνειν κακόν Aesch.
2. of things, to please, like Lat. arridere, τινά Aesch., Eur.