σκυλακώδης

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλᾰκώδης Medium diacritics: σκυλακώδης Low diacritics: σκυλακώδης Capitals: ΣΚΥΛΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: skylakṓdēs Transliteration B: skylakōdēs Transliteration C: skylakodis Beta Code: skulakw/dhs

English (LSJ)

σκυλακῶδες, like a young dog: τὸ σκυλακῶδες = puppyish character, X.Cyr. 1.4.4.

German (Pape)

[Seite 907] ες, hundeartig, -ähnlich; τὸ σκ., sc. ἦθος, Xen. Cyr. 1, 4, 4, die Art der Hunde, Allen zu schmeicheln.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui ressemble à un jeune chien.
Étymologie: σκύλαξ, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυλακώδης -ες [σκύλαξ] passend bij een jonge hond; subst. τὸ σκυλακῶδες gedrag als van een jonge hond. Xen. Cyr. 1.4.4.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σκύλαξ, -ακος]
1. όμοιος με σκυλάκι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκυλακῶδες
ήθος, τρόπος που χαρακτηρίζει τους μικρούς σκύλους («καὶ τὸ σκυλακῶδες πᾶσιν προσπίπτειν», Ξεν.).

Greek Monotonic

σκῠλᾰκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με νεογέννητο σκύλο· τὸ σκυλακῶδες, η φύση, ο χαρακτήρας των νεογέννητων σκυλιών, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σκύλακα, τὸ σκυλακῶδες, χαρακτὴρ κυνικός, σκυλακώδης, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4.

Middle Liddell

σκῠλᾰκ-ώδης, ες εἶδος
like a young dog: τὸ σκυλακῶδες the nature of puppies, Xen.