σπεκουλάτωρ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = Lat.
A speculator, prop. scout: but in the Roman Imperial army,
1 one of the principales or head-quarters' staff of a legionary commander or provincial governor (whose duties included the carrying out of executions), Ev.Marc.6.27, POxy.1193.1 (iv A.D.), etc.
2 one of the Imperial body-guard (speculatores Augusti), = δορυφόρος, Suid.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
= lat. speculator, soldat chargé de la garde des prisonniers.
NT: soldat chargé de certaines missions ; espion
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπεκουλάτωρ -ορος, ὁ lid van de lijfwacht die onder andere de taak had executies uit te voeren (Latijn speculator): wacht.
Russian (Dvoretsky)
σπεκουλάτωρ: ορος ὁ (лат. speculator) охранник, (тело)хранитель или ординарец NT.
Greek (Liddell-Scott)
σπεκουλάτωρ: -ωρος, ὁ, ἐν τῷ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγ. Ϛ΄, 27, ἀντὶ τοῦ Λατ. speculator, = δορυφόρος, εἷς τῶν σωματοφυλάκων ἐνεργῶν ὡς ἀγγελιαφόρος καὶ ἀναζητῶν τοὺς προγεγραμμένους ἢ καταδικασμένους εἰς θάνατον, πρβλ. Seneca Benef. 3. 25, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136.
English (Strong)
of Latin origin; a speculator, i.e. military scout (spy or (by extension) life-guardsman): executioner.
English (Thayer)
σπεκουλατορος (R G σπεκουλατορος (cf. Tdf. on Mark as below)), ὁ (the Latin word speculator), a looker-out, spy, scout; under the emperors an attendant and member of the body-guard, employed as messengers, watchers, and executioners (Seneca, de ira 1,16 centurio supplicio praepositus codere gladium speculatorem jubet; also de benef. 3,25); the name is transferred to an attendant of Herod Antipas that acted as executioner: Keim, ii., 512 (English translation, 4:219; J. W. Golling in Thes. Nov. etc. ii., p. 405f.)
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ΜΑ
αξιωματούχος του επιτελείου του αρχηγού λεγεώνας του ρωμαϊκού στρατού ή διοικητή επαρχίας που είχε ως αποστολή την αναζήτηση τών προγεγραμμένων ή τών καταδικασμένων σε θάνατο («καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτορα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ», ΚΔ)
αρχ.
σωματοφύλακας του αυτοκράτορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. speculator «κατάσκοπος, αξιωματούχος του ρωμαϊκού στρατού»].
Greek Monotonic
σπεκουλάτωρ: -ορος, ὁ, Λατ. speculator, ένας από τους σωματοφύλακες, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
σπεκουλάτωρ, ορος, ὁ,
Latin speculator, one of the body-guard, NTest.
Chinese
原文音譯:spekoul£twr 士胚枯拉拖而
詞類次數:名詞(1)
原文字根:隨身侍衛
字義溯源:護衛兵,軍事斥堠,隨身侍衛,傳遞消息者,行刑者
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 護衛兵(1) 可6:27