σπληνικός

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπληνικός Medium diacritics: σπληνικός Low diacritics: σπληνικός Capitals: ΣΠΛΗΝΙΚΟΣ
Transliteration A: splēnikós Transliteration B: splēnikos Transliteration C: splinikos Beta Code: splhniko/s

English (LSJ)

σπληνική, σπληνικόν,
A of the spleen, τρόπος Hp.Epid.2.2.23; ἀρτηρία An.Ox.3.120, cf. Ptol.Tetr.198: τὰ σπληνικά affections of the spleen, Dsc.1.87.
II of persons, diseased in the spleen, splenetic, Macho ap.Ath.8.348e, Aristo Stoic.1.88, Apollon.Mir.42, Vett.Val. 127.27, Gp.11.30.4.

German (Pape)

[Seite 922] zur Milz gehörig, bes. an der Milz leidend, milzsüchtig; Macho bei Ath. IX, 348 e; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σπληνικός: -ή, -όν, (σπλὴν) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν σπλῆνα, ἡ σπλ. ἀρτηρία Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 120. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ πάσχων τὸν σπλῆνα, «ὑποχονδριακός», Μάχων παρ’ Ἀθην. 348Ε, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. ἐν λέξ. σπλήν.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπληνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σπλήν, -ηνός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπλήνασπληνικός τρόπος», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σπληνική αρτηρία»
ανατ. κλάδος της κοιλιακής αορτής που φέρεται προς την σπλήνα ακολουθώντας το άνω περίγραμμα του παγκρέατος
β) «σπληνική φλέβα»
ανατ. φλέβα που οδηγεί το φλεβικό αίμα της σπλήνας στην πυλαία φλέβα
γ) «σπληνικός δείκτης»
ιατρ. επιδημιολογικός δείκτης που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της έκτασης της ελονοσίας και αντιπροσωπεύει το ποσοστό τών ατόμων με υπερτροφία της σπλήνας
μσν.-αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.σπληνικός
αυτός που υποφέρει από πάθηση της σπλήνας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σπληνικά
νόσος της σπλήνας, κυρίως η διόγκωση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπληνικός -ή -όν [σπλήν] van de milt.