συνανάγω
English (LSJ)
[ᾰγ],
A carry back together, in Pass., retire together, Plb.1.66.10, Ael.NA10.34.
II Pass. also, go to sea together, D.34.10, Lib.Or.11.54, Procop.Gaz.Ep.31.
2 τὸ συναχθὲν ὕδωρ shipped at the start, Aristid.2.362J.
German (Pape)
[Seite 999] (s. ἄγω), mit od. zugleich hinauf -od. zurückführen; συναναχθέντες εἴς τι, als sie sich dahin zurückgezogen hatten, Pol. 1, 66, 10.
French (Bailly abrégé)
ao.2 συνανήγαγον, etc.
Pass. ao. συνανήχθην;
faire se retirer ensemble ; Pass. se retirer ensemble.
Étymologie: σύν, ἀνάγω.
Greek (Liddell-Scott)
συνανάγω: μέλλ. -ξω, φέρω ὀπίσω, συν. τι, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος. ― Παθ., ἀποχωρῶ ὁμοῦ, Πολύβ. 1. 66. 10, Αἰλ. περὶ Ζ. 10. 34. ΙΙ. ὡσαύτως παθ., ἀνάγομαι, ἐξέρχομαι εἰς τὸ πέλαγος ὁμοῦ, Δημ. 910. 17.
Greek Monolingual
ΜΑ ἀνάγω
ανυψώνω κάποιον ή κάτι μαζί με άλλο (α. «ταύτη και συμβαπτίσω καὶ συνανάξω σε», Γρηγ. Ναζ.
β. «συνανήγαγε... ἡμᾶς εἰς οὐρανοὺς ἀνερχόμενος», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. φέρνω πίσω μαζί
2. (σχετικά με θυσία ή εορτή) τελώ από κοινού («θυσίαν συνανάγειν», Φίλ)
3. παθ. συνανάγομαι
α) αποπλέω, βγαίνω στο πέλαγος μαζί («οὔτε συνανήχθη οὔτε ἀνέθετο εἰς τὴν ναῡν οὐδέν», Δημοσθ.)
β) φορτώνω επίσης στο πλοίο.
Greek Monotonic
συνανάγω: μέλ. -ξω,
I. φέρνω πίσω μαζί — Παθ., αποχωρώ, επιστρέφω μαζί, σε Πολύβ.
II. Παθ., επίσης, ανοίγομαι, βγαίνω στο πέλαγος, αποπλέω μαζί με, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to carry back together:—Pass. to retire together, Polyb.
II. Pass. also, to go to sea together, Dem.