συνδοξάζω
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
English (LSJ)
A join in approving, νόμοι συνδεδοξασμένοι ὑπὸ πάντων Arist.Pol.1310a15.
2 agree with, τῷ σώματι Plot.1.2.3, Porph. ap.Stob.3.1.123, Marin.Procl.21.
II glorify or extol jointly, in Pass., Ep.Rom.8.17.
German (Pape)
[Seite 1009] mit rühmen, preisen, Greg. Naz.
French (Bailly abrégé)
1 approuver ensemble;
2 convenir de, consentir à;
3 Pass. être glorifié ensemble.
Étymologie: σύν, δοξάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-δοξάζω samen goedkeuren. Aristot. Pol. 1310a15. mede verheerlijken. NT Rom. 8.17.
Russian (Dvoretsky)
συνδοξάζω:
1 совместно одобрять (νόμοι συνδεδοξασμένοι ὑπὸ πάντων Arst.);
2 pass. вместе прославляться NT.
English (Strong)
from σύν and δοξάζω; to exalt to dignity in company (i.e. similarly) with: glorify together.
English (Thayer)
1st aorist passive συνεδοξασθην;
1. to approve together, join in approving: νόμοι συνδεδοξάσμενοι ὑπό πάντων, Aristotle, pol. 5,7 (9), 20, p. 1310a, 15.
2. to glorify together (Vulg. conglorifico): namely, σύν Χριστῷ, to be exalted to the same glory to which Christ has been raised, Romans 8:17.
Greek Monolingual
ΜΑ
(κυρίως σχετικά με τον θεό) απονέμω δόξα, δοξολογώ μαζί με άλλον («ὡς μὴ συνδοξαζομένου τοῦ Πνεύματος Πατρί», Επιφάν.)
αρχ.
1. επιδοκιμάζω ή παραδέχομαι κάτι από κοινού με άλλον («νόμων... συνδεδοξασμένων ὑπὸ πάντων τῶν πολιτευομένων», Αριστοτ.)
2. συμφωνώ με κάποιον.
Greek Monotonic
συνδοξάζω: μέλ. —σω,
I. 1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω από κοινού, σε Αριστ.
2. συμφωνώ με, τῷ σώματι, Πορφύρ. σε Στοβ.
II. Παθ., δοξάζομαι, εξαίρομαι, εξυμνούμαι από κοινού, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συνδοξάζω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιδοκιμάζω, παραδέχομαι, ἐγκρίνω, νόμοι συνδεδοξασμένοι ὑπὸ πάντων Ἀριστ. Πολιτ. 5. 9, 12. 2) συμφωνῶ μετά τινος, τῷ σώματι Πορφ. παρὰ Στοβ. 22. 25. ΙΙ δοξάζω ἢ ἐξαίρω ἀπὸ κοινοῦ, «συνεδόξασαν αὐτὸ (τὸ Πνεῦμα) τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ ἐν τῇ μετὰ τῇ ἁγίας Τριάδος πίστει» Θεοδωρήτ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 3, σ. 151, 33. ― Παθητ., ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ηʹ, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 8960.
Middle Liddell
fut. σω
I. to join in approving, Arist.
2. to agree with, τῷ σώματι Porph. in Stob.
II. Pass. to be glorified together, NTest.
Chinese
原文音譯:sundox£zw 尋-多克沙索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-似是(化)
字義溯源:同被高舉到榮耀,一同得榮耀,同享榮耀;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(δοξάζω)=得榮)組成, (δοξάζω)出自(δόξα)=榮耀), (δόξα)出自(δοκέω)*=想)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 一同得榮耀(1) 羅8:17