χιονόκτυπος
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
χιονόκτυπον, snow-beaten, of a mountain, S.Aj.696 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1356] schneegepeitscht, vom Schnee umstöbert, Soph. Ai. 681.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
battu de neige.
Étymologie: χιών, κτυπέω.
Russian (Dvoretsky)
χιονόκτῠπος: забрасываемый снегом, снеговой (Κυλλανία πετραία δειράς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
χιονόκτῠπος: -ον, ὁ ὑπὸ χιόνος τυπτόμενος, χιονόβλητος, ἐπὶ ὄρους, Πὰν ἀλίπλαγκτε, Κυλλανίας χιονοκτύπου πετραίας ἀπὸ δεοράδος φάνηθι Σοφ. Αἴ. 695.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για όρος) χιονόβλητος, πολύ χιονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἡλιόκτυπος].
Greek Monotonic
χῐονόκτῠπος: -ον (τύπτω με πρόσθεση του κ), κτυπημένος από χιόνι, σε Σοφ.