Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονόκτυπος

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονόκτῠπος Medium diacritics: χιονόκτυπος Low diacritics: χιονόκτυπος Capitals: ΧΙΟΝΟΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: chionóktypos Transliteration B: chionoktypos Transliteration C: chionoktypos Beta Code: xiono/ktupos

English (LSJ)

χιονόκτυπον, snow-beaten, of a mountain, S.Aj.696 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1356] schneegepeitscht, vom Schnee umstöbert, Soph. Ai. 681.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
battu de neige.
Étymologie: χιών, κτυπέω.

Russian (Dvoretsky)

χιονόκτῠπος: забрасываемый снегом, снеговой (Κυλλανία πετραία δειράς Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

χιονόκτῠπος: -ον, ὁ ὑπὸ χιόνος τυπτόμενος, χιονόβλητος, ἐπὶ ὄρους, Πὰν ἀλίπλαγκτε, Κυλλανίας χιονοκτύπου πετραίας ἀπὸ δεοράδος φάνηθι Σοφ. Αἴ. 695.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για όρος) χιονόβλητος, πολύ χιονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἡλιόκτυπος].

Greek Monotonic

χῐονόκτῠπος: -ον (τύπτω με πρόσθεση του κ), κτυπημένος από χιόνι, σε Σοφ.

Middle Liddell

χιονό-κτῠπος, ον, τύπτω with κ inserted]
snow-beaten, Soph.