ἀνδροπλήθεια
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
ἡ, multitude of men, ἀ. στρατοῦ A.Pers.235.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ multitud de hombres στρατοῦ A.Pers.235.
German (Pape)
[Seite 219] στρατοῦ, Menschenmenge, Aesch. Pers. 231.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
multitude d'hommes.
Étymologie: ἀνήρ, πλῆθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροπλήθεια: ἡ множество (людей), многолюдность: ἀ. στρατοῦ Aesch. многочисленное войско.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροπλήθεια: ἡ, πλῆθος ἀνδρῶν, ὧδέ τις πάρεστιν αὐτοῖς ἀνδροπλήθεια στρατοῦ Αἰσχύλ. Πέρσ. 235.
Greek Monolingual
ἀνδροπλήθεια, η (Α)
πλήθος ανδρών.
Greek Monotonic
ἀνδροπλήθεια: ἡ (ἀνήρ, πλῆθος), πλήθος ανδρών, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἀνήρ, πλῆθος
a multitude of men, Aesch.