ἀπαμύνω
English (LSJ)
[ῡ],
A keep off, ward off, with collat. notion of defence, τί τινι something for (i.e. from) another, Αἰτωλοῖσιν ἀπήμυνεν κακὸν ἦμαρ Il. 9.597; ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμύνειν 1.67; later τί τινος Luc.Cyn.13: c. acc. only, ἀ. τῶν ἐπιόντων κακῶν τὰ ἡμίσεα Hdt.7.120; ἀ. τὸν βάρβαρον repulse him, 9.90; τὰς μυίας Ar.V.597; τοὺς ἔξωθεν Pl.R. 415e.
2 requite, take vengeance on, τινά AP5.6 (Asclep.).
II Med., keep off from oneself, drive back, repel, ἄνδρ' ἀπαμύνασθαι Od.16.72; so ἀ. μίαν [ναῦν] καὶ ὀλίγῳ πλεῦνας Hdt.5.86; τὴν πενίην καὶ τὴν δεσποσύνην Id.7.102, cf. 3.110.
2 abs., defend, protect oneself, ὁ δ' οὐκ ἀπαμύνετο χερσίν Od.11.579; πόλις ᾗ ἀπαμυναίμεσθα by which we may protect ourselves, Il.15.738; μεγέθει Arist.Long.467a3.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰμύνω) I 1rechazar, apartar c. ac. de cosa y dat. de pers. Αἰτωλοῖσιν κακὸν ἦμαρ Il.9.597, ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι Il.1.67
•c. ac. de cosa y gen. de pers. τῶν ἄλλων ... τὰ κακά Luc.Cyn.13.
2 c. ac. de cosa expulsar, ahuyentar τὸν βάρβαρον Hdt.9.90, τὰς μυίας Ar.V.597, τοὺς ἔξωθεν Pl.R.415e
•alejar τὴν δολίην AP 5.7 (Asclep.)
•en v. med. alejar de sí ἄνδρα Od.16.72, (ναῦν) Hdt.5.86, τὴν πενίην Hdt.7.102.
II en v. med. defenderse c. dat. instrum. χερσί Od.11.579, πόλις ... ᾖ κ' ἀπαμυναίμεσθα Il.15.738, μεγέθει Arist.Long.467a3.
German (Pape)
[Seite 277] abwehren, vertheidigend etwas von Einem fern halten, κακὸν ἦμαρ Αἰτωλοῖς Il. 9, 597; ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι 1, 67; ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι Od. 2, 59; τὸν βάρβαρον Her. 9, 90; τοὺς ἔξωθεν Plat. Rep. III, 415 e. – Häufiger med., von sich abwehren, ἄνδρα Od. 16, 72; τὴν πενίην καὶ τὴν δεσποσύνην Her. 7, 102; θηρία ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν, fernhalten, 3, 110; πόλις, ᾑ κ' ἀπαμυναίμεθα, in der wir uns vertheidigen könnten, Il. 15, 738; χερσίν, sich mit den Händen vertheidigen, Od. 11, 579. Auch Sp. D.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπήμυνα;
écarter, repousser pour se défendre;
Moy. ἀπαμύνομαι (ao. ἀπημυνάμην);
1 écarter de soi, repousser, acc.;
2 abs. se défendre, se protéger.
Étymologie: ἀπό, ἀμύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰμύνω:
1 отражать, отгонять (τὸν βάρβαρον Her.; τὰς μυίας Arph.; τοὺς ἔξωθεν Plat.); med. отгонять от себя (τινα Hom. и τι Her.);
2 отвращать, удалять (κακὸν ἦμάρ τινι Hom.; τὰ κακά τινος Luc.);
3 med. защищаться, обороняться (χερσίν Hom.; μεγέθει Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰμύνω: μέλλ. -ῠνῶ, ἀποκρούω, ἀποδιώκω, μετὰ τῆς συμπαρομαρτούσης ἐννοίας τῆς ὑπερασπίσεως, τί τινι: Αἰτωλοῖσιν ἀπήμυνεν κακὸν ἦμαρ, «ἀπεσόβησε τὴν δεινὴν ἡμέραν τοῖς Αἰτωλοῖς» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ι. 597· ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμύνειν Α. 67· μεταγεν. τί τινος Λουκ. Κυν. 13 (πρβλ. ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι Ὀδ. Β. 59)· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. μόνον ἀπ. τὰ κακὰ Ἡρόδ. 7. 120· ἀπ. τὸν βάρβαρον 9. 90· ἀποσοβῶ, τὰς μυίας Ἀριστοφ. Σφ. 597· τοὺς ἔξωθεν Πλάτ. Πολ. 415Ε. ΙΙ. Μέσ., ἀπωθῶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἀποκρούω, ἀποδιώκω, ἄνδρ’ ἀπαμύνασθαι Ὀδ. Π. 72· οὕτως, ἀπ. τὰς νέας Ἡρόδ. 5. 86· τὴν πενίην καὶ τὴν δεσποσύνην ὁ αὐτ. 7. 102· ὡσαύτως τὰ δεῖ (τὰ πτερωτὰ θηρία) ἀπαμυνομένους ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν οὕτω δρέπειν τὴν κασίην ὁ αὐτ. 3. 110. 2) ἀπολ., ὑπερασπίζω ἢ προφυλάσσω ἐμαυτόν, ὁ δ’ οὐκ ἀπαμύνετο χερσὶν Ὀδ. Λ. 579· πόλις… ᾖ κ’ ἀπαμυναίμεσθ’, δι’ ἧς δυνάμεθα νὰ ὑπερασπίσωμεν ἑαυτούς, Ἰλ. Ο. 738· οὕτως Ἀριστ. Περὶ μακροβ. 5. 11.
English (Autenrieth)
aor. ἀπήμῦνα, mid. ipf. ἀπαμύνετο, aor. opt. ἀπαμῦναίμεσθα, inf. ἀπαμύνασθαι: ward off (τινί τι). mid., from oneself, (τινά) defend oneself against; Αἰτωλοῖσιν ἀπήμῦνεν κακὸν ἦμαρ, Il. 9.597; πόλις ᾗ (whereby) κ' ἀπαμῦναίμεσθα, Il. 15.738; χερσὶ πέποιθα | ἄνδρ' ἀπαμύνεσθαι, Od. 16.72.
Greek Monolingual
ἀπαμύνω (Α)
εμποδίζω, απομακρύνω, αποσοβώ, προφυλάσσω, υπερασπίζω.
Greek Monotonic
ἀπᾰμύνω: [ῦ], μέλ. -ῠνῶ,
I. αποκρούω, εκδιώκω, τί τινι, κάτι για (δηλ. από) κάτι άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.· τί τινος, σε Λουκ.· με αιτ., αποκρούω, αποσοβώ, κακά, σε Ηρόδ.· ἀπαμύνω τὸν βάρβαρον, τον απωθώ, τον αναχαιτίζω, στον ίδ.
II. 1. Μέσ., απωθώ μακριά μου, αποκρούω, αναχαιτίζω, εκδιώκω, τινά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. απόλ., αμύνομαι ή αυτοπροστατεύομαι, σε Όμηρ.
Middle Liddell
I. to keep off, ward off, τί τινι something for (i. e. from) another, Il.; τί τινος Luc.: c. acc. to ward off, κακά Hdt.; ἀπ. τὸν βάρβαρον to repulse him, Hdt.
II. Mid. to keep off from oneself, to drive back, repel, τινά Od., Hdt.
2. absol. to defend or protect oneself, Hom.