ἀπονυχίζω

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονῠχίζω Medium diacritics: ἀπονυχίζω Low diacritics: απονυχίζω Capitals: ΑΠΟΝΥΧΙΖΩ
Transliteration A: aponychízō Transliteration B: aponychizō Transliteration C: aponychizo Beta Code: a)ponuxi/zw

English (LSJ)

A pare the nails, Men.996:—Med., ἀπονυχίσασθαι τὰς χεῖρας Hp.Mul.1.70:—Pass., have them pared, ἀκριβῶς ἀπωνυχισμένος with carefully pared nails, Thphr. Char.26.4; ὑπὸ σμίλης ἀπωνυχίσθη Babr.98.14, cf. Sor.1.69.
2 metaph., scratch out, τὰ σιτία Ar. Eq.709.
II = ὀνυχίζω III, polish by the nail, τὰ ῥήματα Jul.Or.2.77a.
III = ἐξονυχίζω, Paul.Aeg.3.59.

Spanish (DGE)

(ἀπονῠχίζω) 1 cortar las uñas Men.Fr.825, Phryn.253
gener. en v. med.-pas. cortarse las uñas del cirujano antes de operar τὰς ἰδίας χεῖρας Hp.Mul.1.70, cf. Sor.53.1, ἀκριβῶς ἀπωνυχισμένος con las uñas perfectamente cortadas Thphr.Char.26.4, ὑπὸ σμίλης ἀπωνυχίσθη ref. a la zarpa del león, Babr.98.14, cf. Eup.433, Phryn.PS p.20.6, ῥόδων ἀπωνυχισμένων τῶν φύλλων de rosas a cuyos pétalos se ha cortado la uña Paul.Aeg.3.59.2.
2 fig. pulir, limar τὰ ῥήματα Iul.Or.3.77a.
3 arrancar con las uñas τὰ σιτία Ar.Eq.709.

German (Pape)

[Seite 317] 1) die Nägel (od. Klauen) abschneiden, VLL.; auch med., B. A. 13, 432; χεῖρας ἀπονυχίσασθαι Hippocr.; ἀκριβῶς ἀπωνυχισμένος, der sich die Nägel knapp abgeschnitten hat, Theophr. Ch. 26. – 2) mit den Klauen od. Nägeln entreißen, Ar. Equ. 706, wo ἀπονυχιῶ σου τὰ σιτία dem vorangehenden ἐξαρπάσομαί σου τοῖς ὄνυξι τὰ ἔντερα entspricht. – 3) wie das simplex, genau erproben, ῥήματα Iulian.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπονυχίσω, att. ἀπονυχιῶ;
couper les ongles ou les griffes.
Étymologie: ἀπό, ὄνυξ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονῠχίζω:
1 подрезать ногти или когти Men., Babr.;
2 перен. выцарапывать, утаскивать (τὰ σιτία Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονῠχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κόπτω τοὺς ὄνυχας, Μενάνδ. Ἀποσπ. 479. ― Μέσ., ἀπονυχίσασθαι τὰς χεῖρας Ἱππ. 618. 38 ― Παθ., μοῦ κόπτει τις τοὺς ὄνυχας, ὑπὸ σμίλης ἀπωνυχίσθη Βάβρ. 98. 14· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 289. 2) μεταφ., συντέμνω, περικόπτω, ἐλαττώνω, τὰ σιτία Ἀριστοφ. Ἱππ. 709. ΙΙ. = ὀνυχίζω ΙΙΙ., δοκιμάζωἐξετάζω διὰ τοῦ ὄνυχος, λεπτομερῶς ἐξετάζω, ἀκριβῶς ἀπωνυχισμένος, τὸ τοῦ Ὁρατίου ad unguem factus Θεοφρ. Χαρ. 26.

Greek Monolingual

ἀπονυχίζω (Α) ονυχίζω
1. κόβω τα νύχια
2. περικόπτω
3. εξετάζω εξονυχιστικά.

Greek Monotonic

ἀπονῠχίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ·
I. 1. κόβω τα νύχια μου — Παθ., κάποιος μου κόβει τα νύχια, σε Βάβρ.
2. μεταφ., περικόπτω, ελαττώνω, αποκόπτω, τὰ σιτία, σε Αριστοφ.
II. ὀνυχίζω III, δοκιμάζω ή εξετάζω κάτι με το νύχι μου· ἀκριβῶς ἀπωνυχισμένος, το ad unguem factus του Ορατ., σε Θεόφρ.

Middle Liddell

I. to pare the nails: Pass. to have them pared, Babr.
2. metaph. to pare down, retrench, τὰ σιτία Ar.
II. = ὀνυχίζω ΙΙΙ, to try by the nail, ἀκριβῶς ἀπωνυχισμένος, Horace's ad unguem factus, Theophr.