ἐθειράζω
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
have long hair, Theoc.1.34.
Spanish (DGE)
llevar melena ἄνδρες καλὸν ἐθειράζοντες Theoc.1.34
•pero entendido como barbiponientes Sch.Theoc.1.34a, interpr. como τὸ ἐπιμελεῖσθαι τριχῶν Eust.773.28.
German (Pape)
[Seite 718] behaart sein, ἄνδρες καλὸν ἐθειράζοντες Theocr. 1, 33.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
être chevelu.
Étymologie: ἔθειρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐθειράζω: иметь длинные волосы, быть кудрявым (ἄνδρες καλὸν ἐθειράζοντες Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐθειράζω: μέλλ. -άσω, τρέφω κόμην, κομῶ, Θεόκρ. 1. 34.
Greek Monolingual
ἐθειράζω (Α)
έχω μακριά μαλλιά.
Greek Monotonic
ἐθειράζω: μέλ. -άσω, διατηρώ μακριά μαλλιά, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἐθειράζω, fut. -άσω [from ἔθειρα
to have long hair, Theocr. once in Hom., to tend, take care of a field. [deriv. uncertain]