ἐπιτιμία
English (LSJ)
ἡ,
A the condition of an ἐπίτιμος, enjoyment of all civil rights and privileges, opp. ἀτιμία, Aeschin.2.88, D.21.106; τὸ συνειλεγμένον εἰς τὴν ἐπιτιμίαν money collected for the recovery of the franchise, Id.18.312; ἡ ἐ. σου οὐδὲν βλαβήσεται POxy.1405.10 (iii A.D.), cf. Schwyzer 328.11 (Delph., iii B.C.).
II punishment, penalty, LXX Wi.3.10, OGI 669.43 (Egypt, i A.D.).
III dignity, respect, ἀξιώματος Artem.1.45; good name, πάντα ποιεῖν ὑπὲρ τῆς ἰδίας ἐ. Ph.2.312.
German (Pape)
[Seite 994] ἡ, 1) die gesetzliche Strafe, N.T. – 2) der Stand eines ἐπίτιμος, wenn der Bürger im Genusse aller seiner Rechte ist, Gegensatz ἀτιμία (vgl. ἐπίτιμος), z. B. ὑβρίζειν τὴν πόλιν, τὸ γένος, τὴν ἐπιτιμίαν, Dem. 21, 106; τὸ συνειλεγμένον εἰς τὴν ἐπιτιμίαν ἀργύριον, um seine bürgerliche Ehre zu erhalten, nicht in die Strafe der ἀτιμία zu verfallen, 18, 312; τὴν ἑτέρου ζητῶν ἐπιτιμίαν ἀφελέσθαι ibd. §. 15; κινδύνου περὶ τῆς ἐπιτιμίας ὄντος 29, 50; Aesch. τὴν ψυχὴν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος 2, 88; vgl. D. Sic. 18, 18; D. Hal. 4, 31. – Bei Artemid. 1, 45 das Schamglied.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
t. de droit att. jouissance des droits civils.
Étymologie: ἐπιτίμιος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτῑμία: ἡ
1 юр. гражданское полноправие Aeschin., Dem., Diod.;
2 наказание, кара NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτῑμία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἐπίτιμος, ἡ ἀπόλαυσις πάντων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων καὶ προνομίων, ἐκλογικὸν δικαίωμα τοῦ πολίτου, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀτιμία, Αἰσχίν. 39. 42, Δημ. 549. 10· συνειλεγμένον εἰς τὴν ἐπιτ. ἀργύριον, χρήματα συναχθέντα πρὸς ἀνάκτησιν τοῦ δικαιώματος τοῦ εἶναι ἐπίτιμον πολίτην, τοῦ ἐκλέγειν, ὁ αὐτ. 329 12. ΙΙ. ποινή, τιμωρία, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 43, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Γϳ, 10). ΙΙ. = αἰδοῖον, Ἀρτεμίδ. 1. 45.
English (Strong)
from a compound of ἐπί and τιμή; properly, esteem, i.e. citizenship; used (in the sense of ἐπιτιμάω) of a penalty: punishment.
English (Thayer)
(ἐπιτοαυτό) st in αὐτός, III:1, and cf. Lipsius, Gramm. Unters., p. 125f]
Greek Monolingual
ἐπιτιμία, ἡ (Α) επίτιμος
1. η ιδιότητα ή κατάσταση του επίτιμου πολίτη, που απολαμβάνει όλα τα πολιτικά δικαιώματα και προνόμια («τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος», Αισχίν.)
2. νόμιμη τιμωρία, ποινή («oἱ δὲ ἀσεβεῖς καθὰ ἐλογίσαντο ἕξουσι ἐπιτιμίαν», ΠΔ)
3. εκτίμηση, υπόληψη, σεβασμός
4. καλή φήμη.
Greek Monotonic
ἐπιτῑμία: ἡ, κατάσταση, θέση στην οποία βρίσκεται ένας ἐπίτιμος, απόλαυση πολιτικών δικαιωμάτων και προνομίων, αντίθ. προς το ἀτιμία, σε Αισχίν., Δημ.
Middle Liddell
ἐπιτῑμία, ἡ,
the condition of an ἐπίτιμος, the enjoyment of civil rights, opp. to ἀτιμία, Aeschin., Dem.
Chinese
原文音譯:™pitim⋯a 誒披-提米阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-價值
字義溯源:判斷,責罰,刑罰,懲罰;由(ἐπί)*=在⋯上)與(τιμή)=價值)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=付款)。參讀 (ἐκδίκησις)同義字
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 責罰(1) 林後2:6
English (Woodhouse)
(see also: ἐπιτίμιος) civil rights, rights of a citizen