ἐλλογέω
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
(λόγος)
A = ἐν λόγῳ τιθέναι, reckon, put to an account, Ep.Philem.18; τινί PRyl.243.11 (ii A.D.), etc.:—Pass., to be reckoned in, IG9(1).61.37 (Daulis, ii A.D.), PStrassb.1.32.10 (iii A.D.), etc.
2 metaph., impute, BGU140.32 (ii A.D.):—Pass., Ep.Rom.5.13.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐνλ- PRyl.243.11 (II d.C.)
1 econ. registrar, cargar en cuenta ὅσα ... ἐὰν ἀναλώσῃς ... ἡμεῖν ἐνλόγησον ἐπὶ λόγου cuanto gastes ponlo en nuestra cuenta, PRyl.l.c., cf. PHombert 41.14 (II d.C.), PUps.Frid 10.5 (III d.C.), en v. pas. δότω λόγον τί αὐτῷ ὀφείλεται ... ἵνα οὕτως αὐτῷ ἐνλογηθῇ PFlor.134**.10 (III d.C.), τῆς τι(μῆς) αὐτοῦ (οἴνου) ἐλλογουμένης PPrag.204ue.11 (III d.C.)
•incluir en el cómputo, computar en v. pas. μὴ ἐλλογουμένων ταῖς μετρήσεσιν ἁπάσαις ... ῥείθρων IG 9(1).61.37 (Dáulide II d.C.), cf. en uso fig., Diog.Oen.72.3.11.
2 fig. imputar, achacar, tener en cuenta en v. pas. ἁμαρτία δὲ οὐκ ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου el pecado no se imputa si no hay ley, Ep.Rom.5.13, μηδεμιᾶς πρ[ὸ] ς αὐτὸν τρείψεως ... ἐνλογουμ(ένης) POxy.3491.19 (II d.C.)
•abs. lanzar acusaciones sobre c. dat. de pers. οὐχ ἕνεκα τοῦ δοκεῖν με αὐτοῖς ἐνλογεῖν BGU 140.32 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 801] anrechnen, in Rechnung bringen, Inscr., N.T.
French (Bailly abrégé)
ἐλλογῶ :
porter en compte, imputer.
Étymologie: ἔλλογος.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλογέω: вменять в вину (ἁμαρτία οὐκ ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλογέω: (λόγος) λογαριάζω, ὑπολογίζω, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1732α. 37 (ἐν τῷ παθ.). ΙΙ. καταλογίζω, θεωρῶ ὡς ἀνῆκόν τι εἴς τινα, ἀποδίδω, τοῦτο ἐμοὶ ἐλλόγει Ἐπιστ. π. Φιλήμ. 18 (ἔνθα τὰ ἀρχαιότατα χειρόγρ. ἔχουσιν ἐλλόγα, προστ. τοῦ ἐλλογάω).
English (Strong)
from ἐν and λόγος (in the sense of account); to reckon in, i.e. attribute: impute, put on account.
Greek Monotonic
ἐλλογέω: (ἐν, λόγος), συνυπολογίζω, καταλογίζω, τεκμαίρω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐλ-λογέω, [ἐν, λόγος
to reckon in, to impute, NTest.
Chinese
原文音譯:™llogšw 誒而-羅給哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在內-放置(說)
字義溯源:計及,算作,算為,算在其帳上,歸在帳上;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(λόγος)=話)組成;而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(2);羅(1);門(1)
譯字彙編:
1) 都算在⋯賬上(1) 門1:18;
2) 被算為(1) 羅5:13