ἐπείσειμι
English (LSJ)
(εἰμί
A ibo) come in besides, τῷ οὐρανῷ Arist.Ph.213b23; θύραθεν Id.GA736b28; come on (in battle) besides, v.l. in Hdt.7.210; come next upon the stage, Aeschin.3.153; go on into, X.Cyn.10.9; enter into, σώματα Hierocl. in CA4p.425M.
2 come in after, Hp.Prorrh.2.1; ἔξωθεν Pl.Ti.81d.
b impinge, of external stimuli, Democr.9, Pl.Ti.50e, Epicur.Nat.84, 129 G.; ἀπὸ τῶν ἔξωθεν Id.Ep.1p.11U.
German (Pape)
[Seite 912] (s. εἶμι), noch dazu hineingehen; ἄλλοι ἐπεισήϊσαν Her. 7, 210; τῶν ἔξωθεν ἐπεισιόντων Plat. Tim. 81 d; Xen. Cyn. 10, 9 u. Folgde. – Noch dazu aufs Theater gebracht werden, τραγῳδίαι, ἡρωικὰ. πάθη, Aesch. 3, 153.
French (Bailly abrégé)
inf. ἐπεισιέναι, part. ἐπεισιών, impf. 3ᵉ pl. ἐπεισήϊσαν;
1 s'introduire de nouveau sur ou dans, survenir;
2 se produire de nouveau, particul. reparaître sur la scène.
Étymologie: ἐπί, εἴσειμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπείσειμι: εἶμι
1 (вслед за кем-л.) входить (sc. εἰς τὴν εὐνή Xen.; προσδέχεσθαι τὸν ἐπεισιόντα Plut.);
2 вступать (на чье-л. место), замещать: ἔπιπτον πολλοί, ἄλλοι δ᾽ ἐπεισήϊσαν Her. многие (мидяне) падали, другие же становились на их место;
3 привходить, поступать (ἔξωθεν Plat.);
4 вновь (впервые) появляться на сцене (αἱ τραγῳδίαι ἐπεισιοῦσαι Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπείσειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐπεισέρχομαι, Ἀριστ. Φυσ. 4. 6, 9· θύραθεν ὁ αὐτὸς ἐν τῷ π. Ζ. Γεν. 2.3, 10· ἐπὶ μάχης, Ἡρόδ. 7.210· ἐπὶ δραμάτων, εἰσέρχομαι, εἰσάγομαι εἰς τὴν σκηνὴν μετά τι, πλείω δάκρυα ἀφήσειν ἐπὶ ταῖς τραγωδίαις καὶ τοῖς ἡρωικοῖς πάθεσι τοῖς μετά ταῦτα ἐπεισιοῦσιν Αἰσχίν. 3. 41, 5· - εἰσορμῶ εἴς τι, Ξεν. Κυν. 10, 9. 2) εἰσέρχομαι κατόπιν ἄλλου, Ἱππ. Προρρ. 83. 5· ἔξωθεν Πλάτ. Τίμ. 41D. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπέρχομαι, συμβαίνω εἴς τινα, τινι αὐτόθι 50E.
Greek Monolingual
ἐπείσειμι (Α) είσειμι
επεισέρχομαι.
Greek Monotonic
ἐπείσειμι: (εἶμι ibo), εισέρχομαι, μπαίνω ή προστίθεμαι, λέγεται για μάχη, σε Ηρόδ.· εισέρχομαι, μπαίνω στη σκηνή μετά από, σε Αισχίν.
Middle Liddell
εἶμι ibo]
to come in or besides, in battle, Hdt.: to come next upon the stage, Aeschin.
Lexicon Thucydideum
adportari, to be brought to, 2.38.2,
supervenire, to arrive, come up, 8.35.4.