ἑκατόμπεδος
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ἑκατόμπεδον, (πούς) a hundred feet long, πυρὴ ἑκατόμπεδος ἔνθα καὶ ἔνθα a hundred feet all ways, Il.23.164; νεώς Th. 3.68 (v.l. ἑκατόποδος), IG12.256, al., cf. Pi. l.6(5).22, Tab.Heracl.2.24, al.; ὁ ἑ. Παρθενών Plu.Per.13; ἡ ἑ. Id.Dio 45; τὸ Ἑ. on the Acropolis of Athens, IG12.4.10, 18; at Dodona, Ptol. Geog.3.13.5.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτόμπεδος) -ον
• Morfología: [sg. gen. hεκατομπέδω TEracl.2.24 (IV a.C.)]
I que mide cien pies, de cien pies de largo ποίησαν δὲ πυρὴν ἑκατόμπεδον ἔνθα καὶ ἔνθα Il.23.164, οἴκημα Ctes.1q, de templos: en Plateas νεὼν ἑκατόμπεδον λίθινον ᾠκοδόμησαν αὐτῇ (τῇ Ἥρᾳ) Th.3.68, esp. de la cella del Partenón, que albergaba la estatua de Atenea ἐν τōι νεōι τōι Ἑκατομπέδοι IG 13.317, 330 (V a.C.), τὸν μὲν γὰρ ἑκατόμπεδον Παρθενῶνα Καλλικράτης εἰργάζετο Plu.Per.13, cf. 2.349d, 351a, ἑ. διάστημα intervalo de cien pies Plb.6.29.7
•de ancho κέλευθοι Pi.I.6.22, hοδός TEracl.l.c., cf. IG 9(2).1029, 1093 (Tesalia).
II subst. Hecatompedo
1 τὸ Ἑ. antiguo templo de Atenea en la Acrópolis, entre el Erecteo y el Partenón, destruido por los Persas en 480 IG 13.4B.10, 18 (V a.C.), cf. Hsch., EM 321.21G., AB 247.24.
2 ὁ Ἑ. (sc. νεώς) n. de la cella del Partenón (cf. I) IG 22.1425.389, cf. 41 (IV a.C.), Plu.Cat.Ma.5, Harp.
3 ἡ Ἑ. (sc. ὁδός) n. de una vía ancha de cien pies junto a las puertas Hexápilas en Siracusa, Plu.Dio 45.
German (Pape)
[Seite 752] (von πούς, wohl dor. für ἑκατόμποδος, was sich Thuc. 3, 68 von einem Tempel der Here gesagt u. als v.l. im Hom. findet), hundert Fuß lang, Il. 23, 164; κέλευθοι Pind. I. 6, 21; οἴκημα Pol. 6, 29, 7; bei Ath. XII, 529 b mit der v.l. ἑκατόμποδον. Der Tempel der Athene in Athen wird τὸ ἑκατόμπεδον genannt, VLL.; ὁ παρθενὼν ἑκ., Plut. Pericl. 13 u. sonst; auch ὁ νεὼς ἑκ., Inscr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long ou large de cent pieds ; ὁ Παρθενών ἑκατόμπεδος, ὁ ἑκατόμπεδος νεώς l'Hécatompédon, partie ancienne du Parthénon (large de cent pieds).
Étymologie: ἑκατόν, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἑκᾰτόμπεδος: v.l. ἑκατόμποδος 2 стофутовый (πυρή Hom.; κέλευθοι Pind.; νεώς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτόμπεδος: -ον, (ποὺς) ἔχων μῆκος ἑκατὸν ποδῶν, ποίησαν δὲ πυρὴν ἑκατόμπεδον ἔνθα καὶ ἔνθα, «τετράγωνον ὥστε ἑκατὸν ποδῶν μέτρον ἔχειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 164, ἔνθα ὅμως ὁ Spitzn. διορθώνει ἑκατόμποδος, ὡς ἐν Θουκ. 3. 68: ἑκατόμπεδος βεβαίως ἦτο ὁ Δωρ. τύπος, πρβλ. Πινδ. Ι. 6. (5). 32, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 24. 31, 38· καὶ ὁ Παρθενὼν ἐν Ἀθήναις καλεῖται ἀείποτε τὸ ἑκατόμπεδον, ἴδε τὴν λέξιν Παρθενών, καὶ Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 627-662.
English (Autenrieth)
(πούς): a hundred feet each way, Il. 23.164†.
English (Slater)
ἑκατόμπεδος, -ον of a hundred feet i. e. one hundred feet broad ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι (i. e. αἱ τῶν ἐγκωμίων ὁδοί. Σ.) (I. 6.22)
Greek Monolingual
ἑκατόμπεδος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μήκος εκατό ποδών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἑκατόμπεδον
α) αρχαϊκός ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας
β) ναός στη Δωδώνη.
Greek Monotonic
ἑκᾰτόμπεδος: -ον (πούς), αυτός που έχει μήκος εκατό «πόδια», σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἑκᾰτόμ-πεδος, ον πούς
measuring a hundred feet, Il.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει μῆκος ἑκατό ποδιῶν). Σύνθετο ἀπό τό ἑκατόν + πούς.