ὑπερεκτείνω
English (LSJ)
stretch out beyond measure, ἑαυτούς 2 Ep.Cor.10.14:—Pass., stretch out beyond, Procl.Inst.59, Dam.Pr.284; πόλλ' ὑπερεξετάθης cj. for πουλὺ παρεξ- in AP9.643 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1194] (s. τείνω), darüber hinausspannen, ausdehnen, Sp.
French (Bailly abrégé)
étendre ou allonger outre mesure;
NT: dépasser.
Étymologie: ὑπέρ, ἐκτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερεκτείνω: напрягать сверх меры: ὑ. ἑαυτόν NT перенапрягаться.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερεκτείνω: ἐκτείνω, τεντώνω ὑπὲρ τὸ μέτρον, ἑαυτὸν Β’ Ἐπιστ. πρὸς Κορ. ι΄. 14. - Παθ., ἐκτείνομαι ἐπέκεινά τινος, μετὰ γεν., Γρηγ. Ναζ.· πρβλ. παρεκτείνω.
English (Strong)
from ὑπέρ and ἐκτείνω; to extend inordinately: stretch beyond.
English (Thayer)
to extend beyond the prescribed bounds, stretch out beyond measure, stretch out overmuch: Winer's Grammar, 474 (442)). (Anth. 9,643, 6 according to the emendation of William Dindorf; Gregory of Nazianzus, Eustathius)
Greek Monolingual
ΜΑ
εκτείνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει, εκτείνω πάρα πολύ.
Greek Monotonic
ὑπερεκτείνω: τεντώνω υπέρμετρα, ἑαυτόν, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
to stretch beyond measure, ἑαυτόν NTest.
Chinese
原文音譯:Øperekte⋯nw 虛胚而-誒克-帖挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:過於-出去-伸出
字義溯源:過度伸展,過度伸出,過了界限;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(ἐκτείνω)=伸展)組成,其中 (ἐκτείνω)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(τέ)Y*=伸展)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 我們⋯界限(1) 林後10:14