ὑπερεκτείνω

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερεκτείνω Medium diacritics: ὑπερεκτείνω Low diacritics: υπερεκτείνω Capitals: ΥΠΕΡΕΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: hyperekteínō Transliteration B: hyperekteinō Transliteration C: yperekteino Beta Code: u(perektei/nw

English (LSJ)

stretch out beyond measure, ἑαυτούς 2 Ep.Cor.10.14:—Pass., stretch out beyond, Procl.Inst.59, Dam.Pr.284; πόλλ' ὑπερεξετάθης cj. for πουλὺ παρεξ- in AP9.643 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1194] (s. τείνω), darüber hinausspannen, ausdehnen, Sp.

French (Bailly abrégé)

étendre ou allonger outre mesure;
NT: dépasser.
Étymologie: ὑπέρ, ἐκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερεκτείνω: напрягать сверх меры: ὑ. ἑαυτόν NT перенапрягаться.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερεκτείνω: ἐκτείνω, τεντώνω ὑπὲρ τὸ μέτρον, ἑαυτὸν Β’ Ἐπιστ. πρὸς Κορ. ι΄. 14. - Παθ., ἐκτείνομαι ἐπέκεινά τινος, μετὰ γεν., Γρηγ. Ναζ.· πρβλ. παρεκτείνω.

English (Strong)

from ὑπέρ and ἐκτείνω; to extend inordinately: stretch beyond.

English (Thayer)

to extend beyond the prescribed bounds, stretch out beyond measure, stretch out overmuch: Winer's Grammar, 474 (442)). (Anth. 9,643, 6 according to the emendation of William Dindorf; Gregory of Nazianzus, Eustathius)

Greek Monolingual

ΜΑ
εκτείνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει, εκτείνω πάρα πολύ.

Greek Monotonic

ὑπερεκτείνω: τεντώνω υπέρμετρα, ἑαυτόν, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell


to stretch beyond measure, ἑαυτόν NTest.

Chinese

原文音譯:Øperekte⋯nw 虛胚而-誒克-帖挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:過於-出去-伸出
字義溯源:過度伸展,過度伸出,過了界限;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(ἐκτείνω)=伸展)組成,其中 (ἐκτείνω)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(τέ)Y*=伸展)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 我們⋯界限(1) 林後10:14