ὑπερτέλλω
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
English (LSJ)
rise over or above, ὁ ἥλιος ὑπερτείλας the sun when he has risen above the horizon and reached a certain height, Hdt.3.104; φλὸξ -τέλλουσα γῆς E.Fr.772; τοὺς -τείλαντας ἐκ γαίας sprung from the ground, Id.Ph.1007: c. gen., φαρέων μαστὸς ὑπερτέλλων appearing above her dress, Id.Or.841 (lyr.); κορυφῆς ὑπερτέλλων πέτρος the stone hanging over the head [of Tantalus], ib.6, cf. AP5.235 (Paul. Sil.): rarely c. dat., ib.9.656 (v/vi A.D.); ὥρα ὥρας μυρία (fort. μορίῳ) ὑπερτείλασα Vett.Val.343.16:—also in Med., Opp.H. 5.126.
German (Pape)
[Seite 1202] darüber erscheinen, sich zeigen, aufgehen; ὑπερτείλας ὁ ἥλιος, die Sonne, die sich bereits über den Horizont erhoben, eine gewisse Höhe erreicht hat, Her. 3, 104; τινός, Eur. Phoen. 1009, wie ματρὸς φαρέων μαστὸν ὑπερτέλλοντ' ἐςιδών, Or. 839. – Med., Opp. Hal. 5, 126.
French (Bailly abrégé)
ao. ὑπερέτειλα;
s'élever ou se montrer au-dessus (de l'horizon).
Étymologie: ὑπέρ, τέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερτέλλω: подниматься, возвышаться (над чем-л.): ὑ. κορυφῆς Eur. висеть над головой; ὑ. ἄστεσι γαίης Anth. выделяться среди городов земли; ὑ. τινός и ἔκ τινος Eur. показываться (высовываться) из чего-л.; ὁ ἥλιος ὑπερτεῖλας Her. высоко поднявшееся солнце; ὑ. οὔρεος ἄκρην Anth. выситься над горной вершиной.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτέλλω: μέλλ. -τελῶ, ἀναφαίνομαι ὑπεράνω ἢ ἀνωτέρω, ὑπερτείλας ὁ ἥλιος, ὅτε ἀνεφάνη ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα καὶ ὑψώθη μέχρι τινός, Ἡρόδ. 3. 104, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 776· ὑπ. ἐκ γαίας, ἀναπηδῶ ἐκ τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1007· μετὰ γεν., φαρέων μαστὸς ὑπερτέλλων, φαινόμενος ὑπεράνω τῶν ἱματίων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 839· κορυφῆς ὑπερτέλλων πέτρος, κρεμάμενος ὁ λίθος ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν (τοῦ Ταντάλου), αὐτόθι 6, Ἀνθ. Παλατ. 5. 236· - σπανίως μετὰ δοτ., αὐτόθι 9. 656· μετ’ αἰτ., αὐτόθι 8. 178. - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ὀππ. Ἁλ. 5. 126.
Greek Monolingual
Α
1. (κυρίως για τον ήλιο) ανυψώνομαι πάνω από κάτι, ανατέλλω
2. φαίνομαι πάνω από κάτι («φαρέων μαστὸς ὑπερτέλλων», Ευρ.)
3. (για λίθο) κρέμομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου («Τάνταλος κορυφῆς ὑπερτέλλοντα δειμαίνων πέτρον ἀέρι ποτᾱται», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + τέλλω «ανατέλλω, εκτελώ»].
Greek Monotonic
ὑπερτέλλω: μέλ. -τελῶ, εμφανίζομαι πάνω από, ὑπερτείλας ὁ ἥλιος, όταν ο ήλιος είχε φανεί για τα καλά πάνω από τον ορίζοντα, σε Ηρόδ.· ὑπερτείνω ἐκ γαίας, αναπηδώ, αναβλύζω, εκτινάζομαι από τη γη, σε Ευρ.· με γεν., φαρέων μαστὸς ὑπερτέλλων, αυτός που διαγράφεται πάνω από το ένδυμά της, στο ίδ.· κορυφῆς ὑπερτέλλων πέτρος, λίθος που επικρέμονταν πάνω από το κεφάλι (του Ταντάλου), στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -τελῶ
to appear above, ὑπερτείλας ὁ ἥλιος the sun when he is well above the horizon, Hdt.; ὑπ. ἐκ γαίας to start from the ground, Eur.; c. gen., φαρέων μαστὸς ὑπερτέλλων appearing above her dress, Eur.; κορυφῆς ὑπερτέλλων πέτρος hanging over the head [of Tantalus, Eur.