ὑποτρέω

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρέω Medium diacritics: ὑποτρέω Low diacritics: υποτρέω Capitals: ΥΠΟΤΡΕΩ
Transliteration A: hypotréō Transliteration B: hypotreō Transliteration C: ypotreo Beta Code: u(potre/w

English (LSJ)

Ep. 3pl. pres. -τρέουσι Timo 58.4: Hom. only in aor. -έτρεσα:—shrink back, give ground, Il.7.217, 15.636, 17.275; ὑποτρέσαι Pi.Fr.224: c. acc., shrink before, flee before, Il.17.587. Poet. word, used in late Prose, Plu.Mar.7, M.Ant. 11.9.

French (Bailly abrégé)

1 intr. trembler un peu, s'effrayer un peu;
2 tr. trembler ou s'effrayer un peu à la vue de, acc..
Étymologie: ὑπό, τρέω.

German (Pape)

(τρέω), ein wenig zurückweichen aus Furcht, flüchten, Il. 7.217, 15.636, 17.275; auch c. acc., vor Einem fliehen, sich vor ihm fürchten, 17.587; ἴσον ὑποτρέσσαι Pind. frg. 246; sp.D.; auch πόνον, Plut. Mar. 7.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρέω: эп. ὑποτρείω отступать в страхе Hom.: ὑ. τινα Hom. в страхе бежать от кого-л.; οὐ τῶν μεγάλων τινὰ πόνων ὑποτρέσας Plut. не отступая ни перед какими большими трудностями.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρέω: Ἐπικ. -τρείω, Τίμων παρὰ Πλουτ. 2. 466C· μέλλ. -τρέσω. Ὑποχωρῶ, ὑπεκφεύγω διὰ δέος, ὀπισθοχωρῶ, ἀλλ’ οὔπως ἔτι εἶχεν ὑποτρέσαι Ἰλ. Η. 217., Ο. 636· ὑποτρέσσαι Πινδ. Ἀποσπ. 246· μετ’ αἰτ., ἐκ φόβου ὑποχωρῶ, φεύγω ἔμπροσθέν τινος, Ἰλ. Ρ. 587, πρβλ. 275. Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, Μᾶρκ. Ἀντων. 11. 9, Πλουτ. Μάρ. 7.

English (Autenrieth)

aor. ὑπέτρεσα, inf. ὑποτρέσαι: take to flight, flee before one, Il. 17.587.

Greek Monolingual

και επικ. τ. ὑποτρείω ΜΑ
οπισθοχωρώ από φόβο (α. «οὔ πως ἔτι εἶχεν ὑποτρέσαι οὐδ' ἀναδῡναι», Ομ. Ιλ.
β. «οἷον δὴ Μενέλαον ὑπέτρεσας», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τρέω / τρείω «φοβάμαι, δειλιάζω, τρέπομαι σε φυγή»].

Greek Monotonic

ὑποτρέω: μέλ. -τρέσω, τρέμω λιγάκι, διστάζω, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., τρέπομαι σε φυγή ενώπιον κάποιου, στο ίδ.

Middle Liddell

fut. -τρέσω
to tremble a little, to shrink back, give ground, Il.: c. acc. to flee before, Il.