ὑποτύπτω
English (LSJ)
A strike down or push down, κοντῷ ὑ. ἐς λίμνην push down into the lake with a pole, Hdt.2.136; ὑποτύπτουσα.. φιάλῃ τοῦ χρυσοῦ τὴν θήκην dipping with a cup into... Id.3.130; ὑποτύψας τούτῳ (sc. ἡμίσει ἀσκοῦ) ἀντλέει he draws it dipping with the vessel into the water, Id.6.119; οἱ χῆνες ὑ. ὥσπερ ταῖς ἄμαις.. τοῖν ποδοῖν Ar.Av. 1145.
2 strike downwards with the feet, strut, χέρσῳ (codd., χερσαῖ' Maass) ὑπέτυψε κορώνη struts upon the land, Arat.950:—Med., gush downwards, of wine, ὅπως ὑπετύψατο ληνοῦ Nic.Al. 163.
II strike underneath, Placit.3.15.11 (Pass.).
French (Bailly abrégé)
frapper dessous : κόντῳ ἐς λίμνην HDT enfoncer la rame dans un lac ; κηλωνηΐῳ HDT frapper l'eau au moyen d'une bascule (chadouf) pour puiser;
Moy. ὑποτύπτομαι = s'enfoncer sous ou s'enfoncer dans.
Étymologie: ὑπό, τύπτω.
German (Pape)
(τύπτω),
1 von unten schlagen, hinunterchlagen, hineinschlagen, hineinstoßen; κοντῷ ὑποτύψαι ἐς λίμνην, mit dem Ruder in den See hinunterstoßen, Her. 2.136; ὑποτύψας κηλονηΐῳ ἀντλέει, mit dem Eimer unter das Wasser stoßend schöpft er, 6.119; und so ὑποτύπτουσα φιάλῃ τοῦ χρυσοῦ ἐδωρέετο 3.130, mit der Schale tief in die Kiste hinunterstoßend und schöpfend; vgl. Ar. Av. 1145 οἱ χῆνες ὑποτύπτοντες ὥσπερ ταῖς ἄμαις, ἐς τὰς λεκάνας ἐνέβαλλον αὐτὸν τοῖν ποδοῖν; Sp.
2 intr., hinunterdringen, hineindringen, Nic. Al. 499, Th. 176; untertauchen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτύπτω: толкать вниз, т. е. погружать: κοντῷ ὑποτύψαι τὴν λίμνην Her. вонзить багор в дно озера; ὑ. φιάλῃ τοῦ χρυσοῦ Her. погружать чашу в золото, т. е. черпать чашей золото; ὑ. ὥσπερ ταῖς ἄμαις Arph. загребать словно лопатами.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτύπτω: μέλλ. -ψω, τύπτω ἢ ὠθῶ κάτω, κοντῷ ὑποτύπτοντες λίμνην, ὠθοῦντες τὸν κοντὸν εἰς τὴν λίμνην, πλήττοντες πρὸς τὰ κάτω δι’ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 2. 136· ὑποτύπτουσα... φιάλη ἐς τοῦ χρυσοῦ τὴν θήκην, ἐμβυθίζουσα φιάλην εἰς..., ὁ αὐτ. 3. 130· ὑποτύψας τούτῳ (ἐξυπ. τῷ κηλωνηίῳ) ἀντλέει, ἐμβάλλων τὸν καδίσκον εἰς τὸ ὕδωρ ἀντλεῖ, ὁ αὐτ. 6. 119· οἱ χῆνες ὑπ. τοῖν ποδοῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1145· ― ἐν τῷ παθ., Πλούτ. 2. 896Ε. ΙΙ. καθόλου, κτυπῶ ἢ βυθίζω, «βουτῶ», Νικ. Ἀλεξιφ. 499, Θηρ. 176· οὕτω, χέρσῳ ὑπέτυψε κορώνη, ἔσπευσε ὅπως εὕρῃ σκέπην ὑπὸ τὴν ξηράν, Ἄρατ. 950.
Greek Monolingual
Α
1. χτυπώ κάτω, ωθώ προς τα κάτω («κοντῷ ὑποτύπτοντες λίμνην», Ηρόδ.)
2. ρίχνω κάτω, βυθίζω («ὑποτύψας κηλωνηΐῳ ἀντλέει», Ηρόδ.)
3. πατώ, στηρίζομαι («χέρσῳ ὑπέτυψε κορώνη», Άρατ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τύπτω «χτυπώ»].
Greek Monotonic
ὑποτύπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω ή πιέζω, ωθώ προς τα κάτω, κοντῷ ὑποτύπτω ἐς λίμνην, πιέζοντας τον πάσσαλο στη λίμνη, πλήττοντας προς τα κάτω μ' αυτόν, σε Ηρόδ.· ὑποτύπτουσα φιάλῃ ἐς τὴν θήκην, βυθίζοντας τη φιάλη στη θήκη, κιβώτιο, στον ίδ.· ὑποτύψας τούτῳ (ενν. ἡμίσει ἀσκοῦ) ἀντλέει, βάζοντας τον κουβά στο νερό αντλεί νερό, στον ίδ.· ὑποτύπτω τοῖν ποδοῖν, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ψω
to strike or push down, κοντῷ ὑπ. ἐς λίμνην to poke down into the lake with a pole, Hdt.; ὑποτύπτουσα φιάλῃ ἐς τὴν θήκην dipping with a cup into the chest, Hdt.; ὑποτύψας τούτῳ (sc. τῷ κηλωνηίῳ) ἀντλέει he draws it dipping with the bucket into the water, Hdt.; ὑπ. τοῖν ποδοῖν Ar.