ῥοίζημα
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
-ατος, τό, hiss, whir, dash, rush, rushing, whirring noise or motion, as of birds, Ar.Av.1182 (pl.), cf. Luc.Musc. Enc.2; στεροπᾶς Id.JTr.1; of the planetary spheres, Iamb.VP15.65(pl.); τραγικῷ ῥοιζήματι ῥήξατο φωνήν AP5.221 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 848] τό, das Geräusch, Gesause, womit ein Körper sich bewegt, u. die Schnelligkeit, Heftigkeit, Gewalt der Bewegung, wie Ar. von Vögeln, ῥύμῃ τε καὶ πτεροῖσι καὶ ῥοιζήμασιν αἰθὴρ δονεῖται, Av. 1182; vgl. Luc. musc. encom. 2;. στεροπᾶς, Iov. Trag. 1; auch übertr., τραγικόν, Agath. 10 (V, 222).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sifflement d'un corps qui fend l'espace ; mouvement impétueux, impétuosité.
Étymologie: ῥοιζέω.
Russian (Dvoretsky)
ῥοίζημα: ατος τό
1 свист, шум (ῥύμη καὶ ῥοιζήματα Arph.);
2 стремительный полет (στεροπᾶς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥοίζημα: τό, κίνησις ὁρμητικὴ ἢ μετὰ ῥοίζου γινομένη, οἷον ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1182, πρβλ. Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 2· στεροπᾶς ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 1.
Greek Monolingual
τὸ, Α [ῥοιζῶ (Ι)]
1. ορμητική, θορυβώδης κίνηση
2. γρήγορη πτήση
3. εκδήλωση, έκφραση με πάθος.
Greek Monotonic
ῥοίζημα: -ατος, τό, σπουδή, βία, βιασύνη, ορμητικός θόρυβος ή ορμητική κίνηση, λέγεται για πτηνά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ῥοίζημα, ατος, τό, [from ῥοιζέω
a rushing, whirring noise or motion, as of birds, Ar.