περιτομή

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτομή Medium diacritics: περιτομή Low diacritics: περιτομή Capitals: ΠΕΡΙΤΟΜΗ
Transliteration A: peritomḗ Transliteration B: peritomē Transliteration C: peritomi Beta Code: peritomh/

English (LSJ)

ἡ,
A circumcision, LXX Ge.17.13, Agatharch.61, Str.16.2.37 (pl.), Ph.1.450,al., Dsc.2.82: metaph., περιτομὴ καρδίας Ep.Rom.2.29.
II section of a machine, ἡ κάτω περιτομή Apollod.Poliorc.173.4.
III circular incision, Heliod. ap. Orib.45.6.9,45.7.3, Aët.15.8.

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, das Beschneiden ringsum, die Beschneidung, Sp., wie N.T.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
circoncision.
Étymologie: περιτέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτομή -ῆς, ἡ [περιτέμνω] besnijdenis.

Russian (Dvoretsky)

περιτομή:обрезание NT: οἱ ἐκ τῆς περιτομῆς NT = οἱ περιτμημένοι.

English (Strong)

from περιτέμνω; circumcision (the rite, the condition or the people, literally or figuratively): X circumcised, circumcision.

English (Thayer)

περιτομῆς, ἡ (περιτέμνω), circumcision (on which see περιτέμνω);
a. properly, α. the act or rite of circumcision: οἱ ἐκ τῆς περιτομῆς (see ἐκ, II:7), the circumcised, they of the circumcision, used of Jews, οἱ ὄντες ἐκ περιτομῆς, β. the state of circumcision, the being circumcised: ἐν περιτομή ὤν, circumcised, γ. by metonymy, 'the circumcision' for οἱ περιτμηθέντες the circumcised, i. e. Jews: οἱ ἐκ περιτομῆς πιστοί, Christian converts from among the Jews, Jewish Christians, α. of Christians: (ἡμεῖς ἐσμεν) ἡ περιτομή, separated from the unclean multitude and truly consecrated to God, Lightfoot)). β. ἡ περιτομή ἀχειροποίητος, the extinction of the passions and the removal of spiritual impurity (see περιτέμνω, at the end), ἡ περιτομή καρδίας in περιτομή τοῦ Χριστοῦ, of which Christ is the author, περιτομή occurs three times in the O. T., viz. מוּלָה, Philo, whose tract περί περιτομῆς is found in Mangey's edition 2, pp. 210-212 (Richter's edition 4, pp. 282-284); Josephus, Antiquities 1,10, 5; (13,11at the end; contra Apion 2,13, 1,6); plural, Antiquities 1,12, 2.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιτέμνω
1. ιατρ. η ολική ή μερική εκτομή της ακροποσθίας του πέους
2. θρησκειολ. η κυκλική αποκοπή του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του ανδρικού γεννητικού οργάνου
3. φρ. «εορτή περιτομής του Κυρίου» — η όγδοη ημέρα μετά τη γέννηση του Χριστού κατά την οποία έγινε η περιτομή του και έλαβε το ὁνομα Ιησούς και η οποία εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου
νεοελλ.
η τομή του επιπεφυκότα γύρω από τον σκληροκεράτιο δακτύλιο του οφθαλμού
μσν.-αρχ.
1. περικοπή, κυκλική, περιφερική εντομή μέρους του σώματος
2. μτφ. περικάθαρση, καθαρμός, απαλλαγή (α. «περιτομή καρδίας ἐν πνεύματι ού γράμματι» ΚΔ
β. «μία μὲν ἐν τῇ σαρκί, δευτέρα δὲ ἡ ἀπὸ προαιρέσεως
αὕτη σαρκὸς περιτομὴ αὕτη διανοίας περιτομή», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. (ως περιλπτ.) οι περιτετμημένοι, οι εκ περιτομής χριστιανοί («ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία», ΚΔ)
4. φρ. «οἱ ἐκ περιτομῆς» — οι χριστιανοί που προέρχονται από λαούς στους οποίους ίσχυε το έθιμο της περιτομής
αρχ.
τμήμα μηχανής.

Greek Monotonic

περιτομή: ἡ (περιτέμνω), περιτομή, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

περιτομή: ἡ, ὡς καί νῦν, Ἑβδ. Καιν. Διαθ., Φίλων κλ.

Middle Liddell

περιτομή, ἡ, περιτέμνω
circumcision, NTest.

Chinese

原文音譯:peritom» 胚里-拖姆
詞類次數:名詞(36)
原文字根:周圍-切(著) 相當於: (מוּל‎)
字義溯源:割禮,受割禮,受割禮的,奉割禮的,受割禮的人;源自(περιτέμνω)=行割禮);由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(τομός)=更鋒利)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過),而 (τομός)出自(τελωνεῖον / τελώνιον)X*=切,割)。參讀 (περιτέμνω)=行割禮
出現次數:總共(36);約(2);徒(3);羅(15);林前(1);加(7);弗(1);腓(2);西(4);多(1)
譯字彙編
1) 割禮(13) 約7:22; 約7:23; 羅2:25; 羅2:25; 羅2:26; 羅2:27; 羅2:28; 羅2:29; 羅3:1; 羅4:12; 加5:11; 西2:11; 西2:11;
2) 受割禮(7) 羅4:9; 羅4:10; 羅4:10; 林前7:19; 加5:6; 加6:15; 腓3:5;
3) 受割禮的(5) 羅3:30; 腓3:3; 西3:11; 西4:11; 多1:10;
4) 割禮的(3) 徒7:8; 徒10:45; 羅4:11;
5) 受割禮之人(2) 加2:8; 加2:9;
6) 割禮的人(2) 徒11:2; 加2:12;
7) 受割禮的人(2) 加2:7; 弗2:11;
8) 受割禮者的(1) 羅4:12;
9) 受割禮人的(1) 羅15:8

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό περιτέμνωπερί + τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

Albanian: synet; Arabic: خِتَان‎; Moroccan Arabic: ختانة‎, طهارة‎, طهور‎; Armenian: թլփատում, թլփատություն; Asturian: circuncisión; Azerbaijani: sünnət; Bashkir: сөннәт, сөннәткә ултыртыу, сөннәткә биреү, бабаға ултыртыу; Belarusian: абраза́нне; Bulgarian: обря́зване; Catalan: circumcisió; Cebuano: pagkatuli; Chechen: суннат; Chinese Mandarin: 包皮環切術, 包皮环切术, 割禮, 割礼, 割包皮; Czech: obřízka; Danish: omskæring, omskærelse; Dutch: besnijdenis; Esperanto: cirkumcido; Estonian: ümberlõikamine; Faroese: umskering; Finnish: ympärileikkaus; French: circoncision; Galician: circuncisión; Georgian: წინადაცვეთა; German: Beschneidung, Zirkumzision; Greek: περιτομή; Ancient Greek: περιτομή; Hausa: kaciya; Hebrew: מִילָה‎; Hindi: ख़तना, खतना, सुन्नत, मुसलमानी; Hungarian: körülmetélés; Icelandic: umskurður; Indonesian: khitan, sunat, sirkumsisi; Irish: imghearradh, timpeallghearradh; Italian: circoncisione; Japanese: 割礼, 包皮切断, 包茎手術; Javanese: sunat, tetak, supit; Kazakh: сүндет; Khmer: ការកាត់ស្បែកចុងអង្គជាតិចេញ; Korean: 할례, 포피절제, 포경수술; Kyrgyz: сүннөт; Latin: circumcisio; Latvian: apgraizīšana; Lithuanian: apipjaustymas; Macedonian: обрежување; Malay: khatan, sunat, perkhatanan; Maltese: ħtin; Ngazidja Comorian: mrino, urinwa; Occitan: circomcision; Old English: ymbsnidennes; Oriya: ସୁନତ୍; Persian: ختنه‎, سنت‎; Polish: obrzezanie; Portuguese: circuncisão; Punjabi: ਖ਼ਤਨਾ, ਸੁੰਨਤ; Romanian: circumcizie; Russian: обрезание, циркумцизия; Sanskrit: त्वच्छेद; Scottish Gaelic: timcheall-ghearradh; Serbo-Croatian Cyrillic: обрезивање, циркумцизија; Roman: obrezivanje, cirkumcizija; Slovak: obriezka; Slovene: obrezovanje, cirkumcizija; Spanish: circuncisión; Swahili: tohara; Swedish: omskärelse; Tagalog: pagtutuli, pagsusunat; Tajik: хатна; Turkish: sünnet; Turkmen: sünnet; Ukrainian: обріза́ння; Urdu: ختنہ‎, سنت‎; Uyghur: سۈننەت‎; Uzbek: sunnat, xatna; Vietnamese: cắt bao quy đầu; Volapük: säprepüdam; Walloon: discalotaedje; Western Panjabi: ختنہ