αηδόνι
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
Greek Monolingual
το, η [(AM ἀηδών, -όνος, η
Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)]
1. το γνωστό ωδικό πτηνό
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) καλλίφωνος, εύγλωττος, γλαφυρός
2. ποικιλία αμπέλου
3. λίμα (στη γλώσσα τών λωποδυτών)
4. παιχνίδι σε ανοιχτό χώρο που συνοδεύεται από το τραγούδι «τ’ αηδόνι, τ’ αηδόνι, τ’ αηδόνι το παγώνι»
5. φρ. «μού κόστισε ο κούκος αηδόνι», πλήρωσα περισσότερο από όσο άξιζε, το ακριβοπλήρωσα
αρχ.
1. στόμιο πνευστού μουσικού οργάνου, όπως του αυλού κ.ά.
2. ο ίδιος ο αυλός
3. στον πληθ. αἱ ἀηδόνες
α) τραγούδια, ποιήματα
β) μουσικοί ήχοι, μελωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. συνδέεται με την ΙΕ ρίζα awed- «μιλώ», της οποίας αποτελεί εκτεταμένη βαθμίδα: αFηδ(-ών). Στην ίδια ρίζα ανάγονται τα ἀυδ-ὴ «φωνή» (μηδενισμένη βαθμίδα ρ.), αFείδ-ω / ᾄδω (αόρ. β΄ αFει-δον), < α-Fε-Fδ-ον), ἀFοιδός, ὕδω / ὑδέω «τραγουδώ» κ.ά. Σύμφωνα με την ετυμολογία αυτή, το ἀηδ-ὼν διαφέρει από τα χελι-δών, τενθρ-ηδών κ.ά., που σχηματίζονται από επίθημα -(η)δών. Ο τ. ἀηδόνι < ἀηδό-νιον.
ΠΑΡ. αρχ. ἀηδονιδεύς, ἀηδόνιος, ἀηδονίς
νεοελλ.
αηδόνα, αηδονάκι, αηδονάτος, αηδονήσιος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αηδονολαλιά, αηδονόλαλος, αηδονολαλώ, αηδονόστομος, αηδονοφωλιά, αηδονόφωνος].
Translations
nightingale
Albanian: bilbil; Arabic: عَنْدَلِيب, بلبل; Egyptian Arabic: بلبل; Gulf Arabic: بلبل; Aramaic Classical Syriac: ܥܢܕܐ, ܐܗܕܘܢ; Armenian: սոխակ; Asturian: ruiseñor, reiseñor, rosiñor; Azerbaijani: bülbül; Baluchi: بلبل; Bashkir: һандуғас, былбыл; Basque: urretxindor; Belarusian: салавей; Breton: eostig; Bulgarian: славей; Burmese: ညတေးသီငှက်; Catalan: rossinyol; Central Atlas Tamazight: ⴰⵙⵓⴷⴷⵔ; Chechen: цӏир-цӏир; Chinese Mandarin: 夜鶯/夜莺; Chuvash: шӑпчӑк; Crimean Tatar: bülbül; Czech: slavík; Danish: sydlig nattergal; Dutch: nachtegaal; Esperanto: najtingalo; Estonian: ööbik,; Faroese: suðurnáttargali; Finnish: etelänsatakieli; French: rossignol philomèle, rossignol; Old French: russignol; Friulian: rusignűl, usignűl; Galician: reiseñor, rousinol; Georgian: ბულბული; German: Nachtigall; Greek: αηδόνι, μπιρμπίλι; Ancient Greek: ἀηδών; Gujarati: બુલબુલ; Hebrew: זָמִיר; Hindi: बुलबुल, अंदलीब, हजारदास्ताँ; Hungarian: csalogány, fülemüle; Icelandic: næturgali; Ido: naktigalo; Indonesian: bulbul; Ingrian: sisava; Irish: filiméala; Italian: usignolo; Japanese: サヨナキドリ; Kazakh: бұлбұл; Komi-Zyrian: колипкай; Korean: 나이팅게일; Kumyk: бюлбюл; Kurdish Northern Kurdish: bilbil; Kyrgyz: булбул; Ladin: roscignol; Lao: ນົກໂລຊີໂຍນ; Latgalian: laksteigola; Latin: luscinia; Latvian: lakstīgala; Lezgi: билбил; Ligurian: roscigneu; Lithuanian: lakštingala; Low German: Nachtegall; Luxembourgish: Nuechtegailchen; Macedonian: славеј, биљбиљ; Malay: bulbul; Maltese: rożinjol, rużinjol; Mari Eastern Mari: шӱшпык; Western Mari: шӹжвӹк; Mingrelian: მაფშალია; Moksha: цёфкс; Mongolian: гургалдай; Norman: rossîngno; Norwegian Bokmål: sørnattergal; Nynorsk: sørnattergal; Occitan: rossinhòl; Old English: nihtegale; Ottoman Turkish: بلبل, عندلیب; Persian: بلبل, هزاردستان, شباهنگ; Polish: słowik rdzawy, słowik; Portuguese: rouxinol; Romani: chiriklo-ratiako, chirikli-ratiaki; Romanian: privighetoare; Romansch: luschaina; Russian: соловей; Sami Northern Sami: lulličuohtegielaš; Sardinian: arrissiuolu, arrassanajolu, passirillanti; Scottish Gaelic: spideag, beul-binn; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̑лӣ сла̀вӯј, сла̀вӯј; Roman: mȃlī slàvūj, slàvūj; Slovak: slávik; Slovene: slavec; Sorbian Lower Sorbian: syłojk, syłojik, syłojašk; Upper Sorbian: sołobik; Spanish: ruiseñor; Svan: მჷლე̄თილ, ხა̈ლიდ; Swedish: sydnäktergal; Tagalog: ruwisenyor; Tajik: булбул, андалеб; Tatar: былбыл, сандугач; Thai: นกไนติงเกล; Turkish: bülbül; Turkmen: bilbil; Udmurt: уӵы; Ukrainian: соловейко, соловей; Urdu: بلبل; Uyghur: بۇلبۇل; Uzbek: bulbul; Vietnamese: dạ oanh; Volapük: galit; Welsh: eos, eosiaid; West Frisian: geal; Yiddish: סאָלאָוויי; Zazaki: bılbıl