αναπιάνω

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek Monolingual

και ανεπιάνω
1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου
2. βοηθώ
3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό
4. αρχίζω κάποιο έργο
5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω
6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω
7. υπενθυμίζω, επαναλαμβάνω κάτι
8. κατακρίνω, κατηγορώ
9. προσπαθώ να μάθω τα μυστικά κάποιου με πλάγια μέσα
10. (ενεργ. και μέσ.) προάγομαι οικονομικά, «πιάνομαι»
11. μέσ. ενισχύομαι σωματικά, δυναμώνω, «καρδαμώνω».