απαγωγή

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

η (AM ἀπαγωγή) απάγω
1. αρπαγή ατόμου από τον τόπο της διαμονής του με τη βία ή με τη θέληση του
2. φρ. «ἀπαγωγὴ ἐς ἄτοπον» — αποδεικτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την απόδειξη προτάσεων της μορφής «αν ισχύει η υπόθεση π, τότε ισχύει και το συμπέρασμα τ
αρχ.
1. το να οδηγείται κάποιος μακριά, η απομάκρυνση κάποιου
2. το να οδηγείται κάποιος στην αιχμαλωσία
3. χωρισμός
4. πληρωμή («φόρου ἀπαγωγή», Ηρόδ.)
5. (Αττίκ. Δίκ.) α) συνοπτική διαδικασία κατά την οποία οποιοσδήποτε πολίτης συνελάμβανε επαυτοφώρω κάποιον να διαπράττει αδίκημα είχε το δικαίωμα να τον οδηγήσει ενώπιον των αρχόντων
β) έγγραφη καταγγελία που παρέδιδαν στους άρχοντες
6. (στη Λογ.) μετατόπιση της βάσης επιχειρήματος
7. φρ. «ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπαγωγή» — έμμεση απόδειξη.