ασημώνω

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

ασήμι
1. κάνω επένδυση με ασημένια ελάσματα («ασημώνω την εικόνα», «ασημώνω το θηκάρι»)
2. επαργυρώνω, ασημοκαπνίζωασημώνω το καντήλι ή το ρολόι»)
3. δίνω ασημένιο χρώμα, κάνω κάτι να φαίνεται σαν από ασήμι («το φως του φεγγαριού ασήμωνε τη θάλασσα»)
4. χαρίζω ασημένιο ή χρυσό νόμισμα σε νεογέννητο, σε νύφη, σε κάποιον που μου φέρνει καλές ειδήσεις ή, επίσης, που θα μου πει τη μοίρα μου ή που θα προβλέψει τα μέλλοντα.

Translations

silver-plate

Bulgarian: посребрявам; Catalan: argentar, platejar; Dutch: verzilveren; Finnish: hopeoida; German: versilbern; Greek: ασημώνω, αργυρώνω, επαργυρώνω, κάνω επαργύρωση; Ancient Greek: ἀργυρόω, διαργυρόω, ἐπαργυρόω, καταργυρόω, περιαργυρόω; Italian: argentare; Polish: posrebrzać; Portuguese: argentar; Russian: серебрить, посеребрить; Spanish: platear, argentar