βελόνα
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
Greek Monolingual
η (AM βελόνη)
1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή
2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε αντικειμένου
νεοελλ.
1. ο δείκτης του ρολογιού ή της μαγνητικής πυξίδας
2. οποιοδήποτε εργαλείο ή εξάρτημα μηχανής ή όπλου, το οποίο μοιάζει με βελόνα
3. μέρος της διάταξης αλλαγής πορείας στις σιδηροδρομικές γραμμές
4. λεπτή μεταλλική ή από άλλο υλικό ράβδος, με αγκιστρωτό άκρο, που χρησιμοποιείται στο πλέξιμο
5. λεπτός, αιχμηρός σωλήνας, προσαρμοσμένος σε σύριγγα με έμβολο, για τη διοχέτευση υγρού στο σώμα
6. η βελονίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βελόνη φέρει επίθημα -όνη χαρακτηριστικό λέξεων που δηλώνουν όργανα, εργαλεία, σκεύη (πρβλ. ακόνη, περόνη, σφενδόνη κ.ά.). Η από μορφολογικής απόψεως εύστοχη σύνδεση της λ. με το βέλος προσκρούει σε σημασιολογικές δυσκολίες, γι' αυτό και υποστηρίχθηκε η σχέση της με το δέλλιθες «σφήκες» και λιθ. geliu, gelti «τρυπώ, σουβλίζω».
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. βελόνι
νεοελλ.
βελονάκι, βελονάς, βελονάτος, βελονιά, βελονισμός, βελονωτός.
ΣΥΝΘ. βελονοπώλης
νεοελλ.
βελονάγρα, βελονογλωσσικός, βελονογναθικός, βελονοειδής, βελονοθήκη, βελονοκάτοχο, βελονομαστοειδής, βελονονυγμός, βελονοποιός, βελονότρυπα, βελονοϋοειδής, βελονοφαρυγγικός, βελονοφυλακας, βελονόφυλλος].