γνώρισις
ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
English (LSJ)
γνωρίσεως, ἡ,
A making known, Pl.Plt. 257a.
2 οἰκειότης καὶ γνώρισις ἀλλήλων Id.Lg.771d, etc.
3 getting to know, γνωρίσεως ἕνεκα τῶν τόπων ib.763b; cognition, Id.Sph.219c.
Spanish (DGE)
γνωρίσεως, ἡ
1 conocimiento τὸ δὴ μαθηματικὸν ... εἶδος ... καὶ τὸ τῆς γνωρίσεως Pl.Sph.219c, μᾶλλον ... κινεῖ εἰς γνώρισιν ... ἡ κίνησις Plot.3.7.13, cf. 6.1.20, τῆς αὐτοκινήτου ψυχῆς Porph.Gaur.6.4
•reconocimiento φυλακῆς τε καὶ γνωρίσεως ἕνεκα πάντων ... τῶν τόπων Pl.Lg.763b, οἰκείων Plot.4.7.5.
2 conocimiento amistoso, presentación, familiaridad, relaciones de amistad Θεαιτήτου Pl.Plt.257a, junto a οἰκειότης Pl.Lg.771d, a κλῆσις Plu.2.491b.
German (Pape)
[Seite 499] ἡ, 1) das Kennenlernen, Kenntniß, Plat. Soph. 219 c. – 2) das Bekanntmachen womit, Bekanntschaft, Plat. Polit. init.; καὶ οἰκειότης Legg. VI, 771 d.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνώρισις γνωρίσεως, ἡ γνωρίζω
1. het krijgen van inzicht; inzicht.
2. kennismaking:. χάριν ὀφείλω σοι τῆς Θεαιτήτου γνωρίσεως ik ben jou dank verschuldigd voor de kennismaking met Theaetetus Plat. Plt. 257a.
Russian (Dvoretsky)
γνώρῐσις: εως ἡ
1 познавание, познание, знание Plat.;
2 знакомство (τινος Plat.; ἀλλήλων Arst.).
Middle Liddell
γνωρίζω
acquaintance, τινος with another, Plat.: knowledge, Plat.
Greek Monolingual
γνώρισις, η (AM) (Μ και ἐγνώρισις) γνωρίζω
η γνώση, το να γνωρίζει κάποιος κάτι
μσν.
η γνωριμία·
Greek Monotonic
γνώρισις: γνωρίσεως, ἡ (γνωρίζω), γνωριμία, εξοικείωση· τινος, με κάποιον, σε Πλάτ.· γνώση, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
γνώρισις: γνωρίσεως, ἡ, γνωριμία, τινος, μετά τινος, Πλάτ. Πολιτ. ἐν ἀρχῇ, κτλ. 2) γνῶσις, ὁ αὐτ. Νόμ. 763Β, Σοφ. 219C.
English (Woodhouse)
acquaintance, friendship, understanding, acquaintance with
Translations
acquaintance
Albanian: njohje; Arabic: مَعْرِفَة; Armenian: ծանոթություն; Azerbaijani: tanışlıq; Belarusian: знаёмства; Breton: konesañs; Bulgarian: познанство; Czech: známost; Dutch: bekendheid; Finnish: tuttavuus, tuttavasuhde; French: relation, accointance, connaissance; Galician: familiaridade; Georgian: ნაცნობობა; German: Bekanntschaft, Umgang; Greek: γνωριμία; Ancient Greek: γνωριμότης, γνώρισις, ἐμπειρία, ἐμπειρίη, ἐπιστήμη, ξυνήθεια, συνήθεια, χρῆσις; Hungarian: ismeretség; Ingrian: tuttahus; Irish: aitheantas, aithnid; Italian: conoscenza; Japanese: 知り合い; Kazakh: таныстық; Kyrgyz: тааныштык; Latin: notitia; Latvian: pazīšanās; Lithuanian: pažintis; Macedonian: запознавање; Malayalam: പരിചയം; Persian: آشنایی; Polish: znajomość; Portuguese: familiaridade; Romanian: cunoștință; Russian: знакомство; Sardinian: connoschimentu; Serbo-Croatian Cyrillic: познанство; Roman: poznánstvo; Slovak: známosť; Slovene: poznanstvo; Spanish: amistad, conocimiento, junta, relación, trato; Swedish: bekantskap; Tajik: ошноӣ, шиносоӣ; Telugu: పరిచయము; Turkish: aşina; Ukrainian: знайомство; Uzbek: tanishlik; Volapük: seväd