διακινέω

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακῑνέω Medium diacritics: διακινέω Low diacritics: διακινέω Capitals: ΔΙΑΚΙΝΕΩ
Transliteration A: diakinéō Transliteration B: diakineō Transliteration C: diakineo Beta Code: diakine/w

English (LSJ)

A move slightly, ἄρθρον Hp.Art.9:—Pass., to be put in motion, move, Hdt.3.108, Hp.Art.30; of mincing gait, Ar.V.688, Luc.Merc.Cond.16.
2 throw into disorder, confound, τὰ πεπραγμένα Th.5.25; agitate, τὰ συμμαχικά Plu.CG10; τὴν γνώμην Philostr. VA2.36.
II sift thoroughly, scrutinize, τὸν νοῦν Ar.Nu.477; τινὰ περί τινος Sosip.1.22.

Spanish (DGE)

(διακῑνέω) I tr.
1 mover τὸ δὲ ἄρθρον δ., μὴ βίῃ mover la articulación sin forzarla Hp.Art.9, τὰ ὦτα X.Cyn.3.4, cf. 4.3.
2 remover, agitar τὰ πεπραγμένα Th.5.25, τὰ συμμαχικά δ. crear agitación entre los aliados Plu.CG 10, Ζεὺς ... τὰ σμικρότατα τοῦ ἀέρος Plu.2.722d
fig. remover, despertar τὴν μνήμην Ph.2.374
alterar, excitar αὐτὸ τὸ ἥδεσθαι διακινεῖ τὴν γνώμην la propia euforia les altera el juicio Philostr.VA 2.36, en v. pas. πρὸς τοῦτο (τὸ φίλτρον) διακινηθέντος I.AI 15.225.
3 examinar, escudriñar διακίνει τὸν νοῦν αὐτοῦ sondea su inteligencia Ar.Nu.477, μικρὰ διακινήσω σε περὶ τοῦ πράγματος te voy a hacer un pequeño examen sobre el asunto Sosip.1.22.
4 suscitar, incitar a ὡς μὴ ... ἐπὶ τὴν τοῦ ὀνόματος διακινῶμεν βλασφημίαν para no suscitar la blasfemia contra el nombre (de Cristo), Clem.Al.Strom.4.77.3.
5 recorrer διακινήσωμεν τὴν ἔρημον Apoph.Patr.M.65.85D.
6 mús., ref. a un instrumento pulsar en v. pas. (φόρμιγξ) Sch.Pi.P.1.7b.
II intr.
1 en v. med.-pas. moverse, removerse ἐπεὰν ὁ σκύμνος ἐν τῇ μητρὶ ἐὼν ἄρχηται διακινεόμενος cuando el cachorro comienza a moverse dentro del cuerpo de su madre Hdt.3.108, ὅσα (νεῦρα) ἐν τῇ χρήσει πλειστάκις διακινεῖται Hp.Art.30, διακινηθεὶς τῷ σώματι cimbreando su cuerpo en actitud afectada, Ar.V.688
moverse, desplazarse el aire que transporta la voz, Arist.Aud.801a25, μέχρις ἂν (ἡ ἀκοή) ὑπ' ἀέρος πληχθεῖσα διακινηθῇ Ph.2.186, ἅμα τῷ διακινηθῆναι, τὸν ἀφ' ἡλίου φλογμὸν ... πάντα καίειν Ph.2.99, fig., de las pasiones nacientes, Plu.2.454f.
2 en v. act. caminar, pasear ἐν τῇ πλατείᾳ A.Phil.128, ἀνὰ τὴν ἔρημον Pall.H.Laus.18.24, διακινῶ μηθὲν ποιῶν PMich.465.16 (II d.C.), διακινήσωμεν ἅμα demos un paseo juntos, Vit.Aesop.G 76.

German (Pape)

[Seite 582] 1) heftig bewegen u. dadurch in Unordnung bringen; τὰ πεπραγμένα Thuc. 5, 25; aufregen, τὰ ξυμμαχικά Plut. C. Graech. 10. – 2) genau erforschen, νοῦν Ar. Nubb. 477; τινὰ περί τινος, unterrichten, Sosip. bei Ath. IX, 378 c. – 3) Bei Hip-. pocr. = leicht bewegen; so med., Her. 3, 108.

French (Bailly abrégé)

διακινῶ :
I. agiter de côté et d'autre, mouvoir légèrement;
II. agiter fortement :
1 troubler, bouleverser;
2 exciter, émouvoir;
Moy. διακινέομαι, διακινοῦμαι se mouvoir de côté et d'autre.
Étymologie: διά, κινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κινέω met acc., causat. in beweging brengen, bewegen: pass.:; πνεύματι πυκνῷ διακινεόμενα door snelle ademhaling in beweging gebracht Hp. Vict. 90; overdr.: διακινεῖν τὰ πεπραγμένα de overeenkomsten in de war schoppen Thuc. 5.25.1; διακίνει τὸν νοῦν αὐτοῦ schud zijn geest wakker Aristoph. Nub. 477. intrans., med.-pass. (zich) bewegen:. ἐπεὰν ὁ σκύμνος... ἄρχηται διακινεόμενος als het jong begint te bewegen Hdt. 3.108.4; διακινηθεὶς τῷ σωμάτι met zijn lijf op en neer gaand Aristoph. Ve. 688.

Russian (Dvoretsky)

διακῑνέω:
1 приводить в движение, сдвигать, передвигать, двигать (τὸ προσκεφάλαιον Plut.; ὁ ἀὴρ ἀεὶ διακινεῖται Arst.); med. шевелиться (ὁ σκύμνος ἐν τῇ μητρὶ ἐὼν διακινεόμενος Her.);
2 колебать, расшатывать, подрывать, разрушать (τὰ πεπραγμένα Thuc.);
3 будить, возбуждать (τὸν νοῦν τινος Arph.);
4 призывать к восстанию, возмущать (τὰ συμμαχικά Plut.).

Greek Monotonic

διακῑνέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. κινώ κάτι εντελώς — Παθ., τίθεμαι σε κίνηση, κινούμαι, σε Ηρόδ.
2. προκαλώ σύγχυση, συγχέω, μπερδεύω, τὰ πεπραγμένα, σε Θουκ.
II. εξετάζω λεπτομερώς, διερευνώ προσεκτικά, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

διακῑνέω: ἐντελῶς κινῶ, ἄρθρον Ἱππ. Ἄρθρ. 786. - Παθ., τίθεμαι εἰς κίνησιν, κινοῦμαι, Ἡρόδ. 3. 108, Ἱππ. Ἄρθρ. 797· οὕτως οἱ μεταγεν. ἐν τῷ ἐνεργ. 2) ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν ἢ ἀταξίαν, συγχέω, τὰ πεπραγμένα Θουκ. 5. 25· ἀνακινῶ, ἐξεγείρω, τὰ συμμαχικὰ Πλούτ. Γ. Γράκχ. 10. ΙΙ. αὐστηρῶς ἐρευνῶ, ἀκριβῶς ἐξετάζω, Λατ. excutere, τὸν νοῦν Ἀριστοφ. Νεφ. 477· τινὰ περί τινος Σωσίπατρ. παρ’ Ἀθην. 378C.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to move thoroughly:—Pass. to be put in motion, Hdt.
2. to throw into disorder, confound, τὰ πεπραγμένα Thuc.
II. to sift thoroughly, scrutinise, Ar.

Lexicon Thucydideum

conturbare, to throw into confusion, 5.25.1.