εξάνθηση
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
Greek Monolingual
η (Α ἐξάνθησις) [[[εξανθώ]])
1. δερματική αλλοίωση, εξάνθημα
2. άνθισμα, επάνθηση, λουλούδιασμα
νεοελλ.
(χημ.-ορυκτολ.)
1. η μεταβολή σε κονιώδη κατάσταση τών διαφανών κρυστάλλων ένυδρων αλάτων που εκτέθηκαν στον αέρα με την αποβολή του κρυσταλλικού ύδατος που περιέχουν
2. η εμφάνιση πάνω στην επιφάνεια ενός σώματος επιχρίσματος από άνυδρα άλατα (π.χ. στο σαπούνι) ή η συσσώρευση σκουριάς στην επιφάνεια μετάλλου
αρχ.-νεοελλ. η έκφυση, το φύτρωμα τριχών («ἴουλος, ἡ πρώτη ἐξάνθησις τῶν ἐν τῷ γενείῳ τριχῶν», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
απώλεια της ακμής, της ανθηρότητας, εξάτμιση, ξεθύμασμα («ἐξάνθησις... τῆς προϋπαρχούσης ὀσμής», Θεόφρ.).