καύσων

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καύσων Medium diacritics: καύσων Low diacritics: καύσων Capitals: ΚΑΥΣΩΝ
Transliteration A: kaúsōn Transliteration B: kausōn Transliteration C: kayson Beta Code: kau/swn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,
A burning heat, summer heat, Ev.Matt.20.12, Orph.Fr.264, Luc. Philops.25; καύσωνος ὥρᾳ Diph.Siph. ap. Ath.3.73a; ἄνεμος καύσων = sirocco, LXXJe.18.17, al.; καύσων alone, ib.Ju.8.3, Ep.Jac.1.11, Ath.Med. ap.Orib.1.2.13, Ptol.Tetr.85.
2 καύσων στομάχου = heartburn, pyrosis Dsc.1.22.
3 καύσων πυρετός = καῦσος (causus, i.e. bilious remittent fever, the endemic fever of the Levant) (A) 1, Alex.Trall.Febr.2.
II = διψάς ΙΙ, Ael.NA6.51, Philum.Ven.20.1.

German (Pape)

[Seite 1408] ωνος, ὁ, die Hitze; Ath. III, 73 a; N.T.; vom Fieber, Luc. philops. 26; – ein heißer, ausdörrender Wind, LXX; Schol. Ar. Lys. 973 erkl. so πρηστήρ.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
fièvre ardente;
NT: chaleur accablante (du soleil) ; sirocco.
Étymologie: καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καύσων -ωνος, ὁ [κάω] brandende hitte.

Russian (Dvoretsky)

καύσων: ωνος ὁ
1 жар, лихорадка Luc.;
2 зной (ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος σὺν τῷν καύσωνι NT).

English (Strong)

from καυσόω; a glare: (burning) heat.

English (Thayer)

καύσωνος, ὁ;
1. burning heat of the sun: Alex.; cf. Athen. 3, p. 73b.).
2. Eurus, a very dry, hot, east wind, scorching and drying up everything; for קָדִים, ἄνεμος καύσων, πνεῦμα καύσων, Sept. iii., p. 297; Winer s RWB (also BB. DD.) under the word Wind>). Many suppose it to be referred to in καύσων, but to the ἥλιος.

Greek Monotonic

καύσων: -ωνος, ὁ (καίω), φλόγωση, μεγάλη θερμότητα, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

καύσων: -ωνος, ὁ, μεγάλη θερμότης, θερινὸν καῦμα, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 12, πρβλ. Ἀθήν. 73Α, Λουκ. Φιλοψ. 25· ἄνεμος καύσων, ξηρὸς καὶ θερμός, πνιγώδης, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΙΗ΄, 17), κτλ.·- κυνόκαυμα, τό, παρὰ τῷ Εὐσταθ. 1255. 24, «δῆλον δὲ ὅτι τοῦ τοιούτου κυνὸς ἐπιτέλλοντος πολλοὶ γίνονται καύσωνες» σ. 183. 31.

Middle Liddell

καύσων, ωνος, καίω
burning heat, NTest.

Chinese

原文音譯:kaÚswn 考算
詞類次數:名詞(3)
原文字根:燃燒(著) 相當於: (חֹרֶב‎)
字義溯源:強烈閃光,熱,熱風,炎熱,燥熱;源自(καυσόω)=放火燒),而 (καυσόω)出自(καῦσις)=燃燒的), (καῦσις)又出自(καίω)*=燒)。參讀 (θέρμη)同義字參讀 (καίω)同源字
出現次數:總共(3);太(1);路(1);雅(1)
譯字彙編
1) 熱風(1) 雅1:11;
2) 燥熱(1) 路12:55;
3) 熱(1) 太20:12