κηπουρός
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
ὁ, οὖρος)
A keeper of a garden, ὄφις Euph.154.
II gardener, IG22.10 (v B.C.), Thphr. HP 7.2.5, PCair.Zen.59.6 (iii B.C.), Plb.18.6.4, Ev.Jo.20.15, Philostr.Her.Prooem.2, CIG4082 (Pessinus); title of play by Antiph.:—also κηπωρός, Archipp.44, Pl.Min.316e, PFay.101rii4 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1432] ὁ, Gartenhüter; so heißt Priapus, Ep. ad. 176 (VI, 21); übh. Gärtner, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 gardien d'un jardin;
2 jardinier.
Étymologie: κῆπος, οὖρος².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηπουρός -οῦ, ὁ, ook κηπωρός [κῆπος, οὖρος] tuinman.
Russian (Dvoretsky)
κηπουρός: ὁ
1 хранитель садов (Πρίηπος Anth.);
2 садовник NT, Luc.
English (Strong)
from κῆπος and ouros (a warden); a garden-keeper, i.e. gardener: gardener.
English (Thayer)
κηπουρου, ὁ (κῆπος and οὐρός), a keeper of a garden, a gardener: BB. DD., under the word Garden>). (Plato, Theophrastus, Polybius, Diodorus, Epictetus, others.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός)
αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.)
αρχ.
1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.)
2. τίτλος κωμωδίας του Αντιφάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηπουρός < κῆπος + -ουρός < -Fορός (< ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. οικουρός, τεμενουρός. Ο τ. κηπωρός < κῆπος + -ωρός < Fωρός (< όρῶ), πρβλ. θε-ωρός, θυρ--ωρός].
Greek Monotonic
κηπουρός: ὁ, φύλακας κήπου, κηπουρός.
Greek (Liddell-Scott)
κηπουρός: ὁ, (οὖρος) ὁ φυλάττων κῆπον, ὄφις Εὔβουλ. 111. ΙΙ. ὁ περιποιούμενος καὶ καλλιεργῶν κῆπον, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀντιφάν., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4082· ― ὡσαύτως, κηπωρός, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Πλάτ. Μίνως 316Ε.
Middle Liddell
κηπ-ουρός, οῦ,
keeper of a garden, a gardener.
Chinese
原文音譯:khpourÒj 咳普-烏羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:花園-看見(者)
字義溯源:園丁,看守者,守衛者,看園的;由(κῆπος)*=花園)與(Οὐρίας)X*=看管)組成。參讀 (κῆπος)同源字
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 看園的(1) 約20:15
Mantoulidis Etymological
(=ὁ φύλακας τοῦ κήπου). Ἀπό τό κῆπος + οὖρος (=φύλακας). Ἄλλα παράγωγα ἀπό τό κῆπος: κηπεύω, κηπαῖος, κήπευμα, κηπευτής, κηπευτικός, κηπευτός, κηπουργία, κηπουρικός.