κρύπτη
Greek (Liddell-Scott)
κρύπτη: ἢ κρυπτή, ἡ, κρυψών, θόλος, Ἀθήν. 205A, πρβλ. Ἰου. βεν. 5. 106.
English (Strong)
feminine of κρυπτός; a hidden place, i.e. cellar ("crypt"): secret.
English (Thayer)
(so Relz G L T Tr K C) (but some prefer to write it κρύπτη (so WH, Meyer, Bleek, etc., Chandler § 183; cf. Tdf. on Luke as below)), κρυπτης, ἡ, a crypt, covered way, vault, cellar: εἰς κρύπτην, Athen. 5 (4), 205a. equivalent to κρυπτός περίπατος, p. 206; (Josephus, b. j. 5,7, 4at the end; Strabo 17,1, 37); Sueton. Calig. 58; Juvenal 5,106; Vitruv. 6,8 (5); others). Cf. Meyer at the passage cited; Winer's Grammar, 238 (223).
Greek Monolingual
η (AM κρύπτη, Μ και κρυπτή)
τόπος όπου κρύβεται ή μπορεί να κρυφτεί κάποιος, κρυψώνας
νεοελλ.
1. υπόγεια, συνήθως θολωτή, κατασκευή η οποία χρησίμευε ως καταφύγιο και τόπος λατρείας τών πρώτων χριστιανών ή ως τάφος ιερών προσώπων ή ως κρησφύγετο σε καιρό διωγμών
2. ανατ. αβαθές εγκόλπωμα ενός επιθηλίου («οι κρύπτες τών αμυγδαλών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτή, θηλ. του επιθ. κρυπτός (< κρύπτω), με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. λευκή < λεύκη, στακτή < στάκτη / στάχτη)].
Chinese
原文音譯:krupt» 克呂普帖
詞類次數:名詞(1)
原文字根:藏(著)
字義溯源:隱藏處,地窖,地穴,地下室,隱祕處;源自(κρυπτός / κρυφαῖος / κρύφιος)=隱藏的),而 (κρυπτός / κρυφαῖος / κρύφιος)出自(κρύπτω)*=隱藏)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 地窖(1) 路11:33