λάρος
τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
English (LSJ)
ὁ, a ravenous seabird, perhaps sea-mew, seamew, seamewe, mew gull, gull, Od.5.51, Arist.HA542b17, 593b3: hence, metaph., of greedy demagogues, as Cleon, λ. κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν Ar.Eq.956; Κλέωνα τὸν λ. δώρων ἑλόντες Id.Nu.591, cf. Av.567, Matro Conv.9, Timocl.4.9; also of fools, Luc.Tim.12, Sch.Ar.Pl.913.
German (Pape)
[Seite 17] ὁ, ein gefräßiger (s. das Folgde u. vgl. λαβρός) Meervogel, λάρος ὄρνις, Od. 5, 51; die Möve, Arist. H. A. 5, 9. 8, 3; λάρος κεχηνώς, Ar. Equ. 951; übertr., ein habgieriger Mensch, wie ἢν Κλέωνα τὸν λάρον δώρων ἑλόντες καὶ κλοπῆς – φιμώσητε Nubb. 582 [aber Av. 567 ist α lang gebraucht]; vgl. Matron. bei Ath. IV, 134 e πεινῶντι λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς u. XI, 411 e. – Auch ein Schimpfwort, Dummkopf, Luc. Tim. 12.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
mouette, oiseau de mer;
fig. sot.
Étymologie: DELG pê empr. à un substrat, d'une rac. signifiant « crier ».
Russian (Dvoretsky)
λάρος: (ᾰ, редко ᾱ) ὁ
1 чайка Hom. etc.;
2 прожорливый, как чайка, обжора (Κλέων ὁ λ. Arph.);
3 глупый, как чайка, простофиля Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λάρος: ὁ, τὸ γνωστὸν ἀδηφάγον θαλάσσιον πτηνόν, «γλάρος», ὅστις ὁρμητικῶς φέρεται πρὸς τὴν θάλασσαν ὅπως ἁρπάσῃ τὸ θήραμα, πολλάκις δὲ ἐπιπλέει ἐπὶ τῶν κυμάτων, Ὀδ. Ε. 51, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 1, 8. 3, 13· - ἐντεῦθεν ἐπὶ ἀπλήστων δημαγωγῶν, ὡς π.χ. τοῦ Κλέωνος, λ. κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 956· Κλέωνα τὸν λ. δώρων ἑλόντες ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 591, πρβλ. Ὄρν. 567, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 134Ε. ΙΙ. εἶδος ἡμετέρου ᾠδικοῦ πτηνοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 199. - Καθ’ Ἡσύχ.: «λάρος. ὄρνις. καὶ ἰχθὺς ποιός». [ᾰ πανταχοῦ πλὴν ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν., Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ.]
English (Autenrieth)
a sea bird, cormorant, with ὄρνῖς, Od. 5.51†.
Greek Monolingual
ο (AM λάρος)
είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.)
2. μτφ. ανόητος, μωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. του τ. βλ. γλάρος.
Greek Monotonic
λάρος: [ᾰ], ὁ, γνωστό αδηφάγο θαλάσσιο πτηνό, γλάρος, που ορμάει προς τη θάλασσα για να αρπάξει το θήραμά του και έπειτα επιπλέει στα κύματα, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., λέγεται για τους άπληστους δημαγωγούς, σε Αριστοφ.
II. είδος ήμερου ωδικού πτηνού, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a rapacious sea-bird, perhaps mew (Thompson Birds s. v.), often metaph. of demagogues a. o. (ε 51, Ar., Arist.).
Derivatives: Cf. λαρίς f. id. (AP); also in σισίλαρος πέρδιξ. Περγαῖοι H. ?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Often considered as onomatopoetic ("cryer"), Bq, WP. 2, 376, Pok. 650, W.-Hofmann s. lāmentum, also Chantraine Form. 7); cf. esp. Arm. lor quail (with different vowel). Not with Prellwitz as "Schlinger" to λάρυγξ (s. v.). Schwyzer 61 considers Pre-Greek origin. - Cf.. λῆρος. So no etym.; and σισίλαρος points to a Pre-Greek formation.
Middle Liddell
λάρος, ὁ,
I. a ravenous sea-bird, perhaps a cormorant, described as dashing down into the sea and then floating on the waves, Od.: metaph. of demagogues, Ar.
II. a singing bird, Anth.
Frisk Etymology German
λάρος: {láros}
Grammar: m.
Meaning: N. eines gefräßigen Seevogels, viell. Möwe (Thompson Birds s. v.), oft übertr. von Demagogen u. a. (ε 51, Ar., Arist. usw.),
Derivative: mit λαρίς f. ib. (AP); auch in σισίλαρος· πέρδιξ. Περγαῖοι H. ?
Etymology: Gewöhnlich als onomatopoetisch ("Schreier" betrachtet (Bq, WP. 2, 376, Pok. 650, W.-Hofmann s. lāmentum [m. Lit.], auch Chantraine Form. 7); vgl. bes. arm. lor Wachtel (im Vokal abweichend). Nicht mit Prellwitz als "Schlinger" zu λάρυγξ (s. d.). Schwyzer 61 erwägt vorgr Herkunft. — Vgl. λῆρος.
Page 2,86