Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νοστιμεύω

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

νοστιμεύω) νόστιμος
1. καθιστώ κάτι εύγευστο, νόστιμο («η ντομάτα νοστιμεύει το φαγητό»)
2. (για έδεσμα) αποκτώ ευχάριστη γεύση, γίνομαι νόστιμος («το φαγητό νοστίμεψε με το βούτυρο που έβαλες»)
νεοελλ.
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι κομψό, χαριτωμένο («πολύ τήν νοστιμεύει το καινούργιο της φόρεμα»)
2. (για πρόσ.) γίνομαι κομψός, χαριτωμένος, αποκτώ χάρη («η κοπέλα νοστίμεψε μεγαλώνοντας»)
3. (το μέσ.) νοστιμεύομαι
λαχταρώ κάτι, ποθώ πολύ κάτι ή κάποιον, λιμπίζομαι («τήν νοστιμεύεται από καιρό τώρα»)
μσν.
μτφ. ωφελώ κάποιον πνευματικά.