οπάζω
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
ὀπάζω (Α)
1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.)
2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῦν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» — δίνει σ' αυτόν δόξα να τον ακολουθεί, Ομ. Ιλ.)
3. δίνω κάτι επί πλέον, προσθέτω («ἔργῳ δ' ἔργον ὄπαζε», Ύμν. Έρμ.)
4. καταδιώκω από κοντά, κυνηγώ («χαλεπὸν δὲ σε γῆρας ὀπάζει», Ομ. Ιλ.)
5. μέσ. ὀπάζομαι
α) προσλαμβάνω κάποιον ως ακόλουθο («κήρυκά τ' ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον», Ομ. Οδ.)
β) αναγκάζομαι, προκαλούμαι, σχηματίζομαι από κάτι («ποταμός... ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ» — χείμαρρος που προκαλείται από τη βροχή του Διός, Ομ. Ιλ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «ὀπασθείς
ἐκ τῶν ὀπίσω δεθεὶς καὶ ἐξαγκωνισθείς»
7. (κατά τον Φώτ.) «ὀπάζει
θεωρεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ὀπάζω, ὀπάων, ὀπαδός / ὀπηδός ανάγονται πιθ. σε ένα αμάρτυρο ουσ. ὁπᾱ «ακολουθία, συνέχεια» (το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας sekw «ακολουθώ» του ἕπομαι) με ψίλωση χαρακτηριστική στην επική γλώσσα. Η λ. ὀπάων / ὀπέων < ὀπά-Fων < ὁπᾱ + επίθημα -Fων, όπως δείχνει και το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο oqa-wo-ni (πρβλ. μάχη > Μαχάων, μυκηναϊκό Μakawo).To ρ. ὀπάζω παράγεται από το ουσ. ὁπᾱ πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ὀπάω. Τέλος, η λ. ὀπηδός / ὀπᾱδός, κατά την πιθανότερη άποψη, αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρήματος ὀπᾰζω. Το -ᾱ- της λ., το οποίο γεννά μορφολογικές δυσχέρειες για την παραγωγή αυτή, οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του τ. ὀπ-ᾱ-ων].