παράλυπρος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
παράλυπρον, rather poor, χωρία Str.3.2.3; χώρα Id.17.3.23.
German (Pape)
[Seite 488] etwas traurig, vom Lande, unergiebig, Strab. III, 142 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à peu près fertile, peu fertile, plutôt pauvre.
Étymologie: παρά, λυπρός.
Greek (Liddell-Scott)
παράλυπρος: -ον, ἐπὶ ἐδάφους, λυπρόν πως, κἄπως ἄγονον, Στράβ. 142.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για έδαφος) πολύ φτωχός, άγονος («χωρία... τραχέα καὶ παράλυπρα», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + λυπρός «λυπηρός» (< λύπη)].
Greek Monotonic
παράλυπρος: -ον, λέγεται για έδαφος, πολύ φτωχό, άγονο, σε Στράβ.