πλειών
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, full time or period, year, Hes.Op.617, Call.Jov.89, Lyc.201, AP6.93 (Antip.), IG9(1).880.16 (Corc.).
German (Pape)
[Seite 629] ὁ, die Zeit, das Jahr; Hes. O. 619; Callim. Iov. 89 u. a. sp. D.; ἐκ πολλοῦ πλειῶνος, Antp. Sid. 13 (VI, 93); nach den alten Erklärern ἀπὸ τοῦ πάντα πληροῦν, od. wunderlicher ἀπὸ τοῦ ἐκ πολλῶν συνεστηκέναι καὶ εἰς πολλὰ διῃρῆσθαι; eigtl. wohl von πλέος, der vollendete Zeitabschnitt. Vgl. πλεῖμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλειών -ῶνος, ὁ [πολύς] de volle tijd, jaar.
Russian (Dvoretsky)
πλειών: ῶνος ὁ круговорот времени, т. е. (полный) год Hes.: ἐκ πολλοῦ πλειῶνος Anth. вследствие преклонных лет.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
πλήρης χρόνος ή χρονική περίοδος, έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλειών παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «πλείων
ὁ ἐναιαυτός
ἀπὸ τους καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «καρπός, σπόρος» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που επίσης παραδίδει ο Ησύχιος «πλειόνει
σπείρει» (ο τελευταίος όμως έχει διορθωθεί σε πλείονι
πλήρεις). Τη λ. δανείστηκαν οι Αλεξανδρινοί με σημ. «πλήρης χρόνος, έτος». Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, η λ. παράγεται από το επίθ. πλέως / πλεῖος «πλήρης» (< πίμπλημι) με επίθημα -ών (πιθ. κατά τα ονόματα τών μηνών σε -ών, πρβλ. Ανθεστηρίων, Πλυντηρίων].
Greek Monotonic
πλειών: -ῶνος, ὁ (πλέος), μια πλήρης χρονική περίοδος, ένας ολόκληρος χρόνος, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
πλειών: -ῶνος, ὁ, πλεῖος, (πλέος) πλήρης χρόνος ἢ χρονικὴ περίοδος ἔτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 615, Καλλ. εἰς Δία 89, Ἀνθ. Π. 6. 93, Λυκόφρ. 201.
Frisk Etymological English
-ῶνος
Grammatical information: m.
Meaning: By the hellenist. poets used in the sense of year (cf. H.: πλειών ὁ ἐνιαυτός. ἀπὸ τοῦ πάντας τοὺς καρποὺς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι); meaning in Hes. unclear, cf. Troxler Spr. u. Wortsch. Hesiods 186 f. (Hes. Op. 617, Call. Jov. 89, Lyc. 201, AP 6, 93, IG 9:1. 880, 16 verse-inscr.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: As "full period [Vollperiode, Volljahr]" generally and prob. correct connected with πλέως, ep. πλεῖος full with ών-suffix (after αἰών or the monthnames?; cf. Schwyzer 488).
Middle Liddell
πλειών, ῶνος, ὁ, πλέος
a full period, a year, Hes.
Frisk Etymology German
πλειών: -ῶνος (Hes. Op. 617, Kall. Jov. 89, Lyk. 201, AP 6, 93, IG 9:1. 880, 16 [Versinschr.]),
{pleiṓn}
Grammar: m.
Meaning: von den hellenist. Dichtern im Sinn von Jahr gebraucht (vgl. H.: πλειών· ὁ ἐνιαυτός. ἀπὸ τοῦ πάντας τοὺς καρποὺς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι); Bed. bei Hes. unklar, vgl. Troxler Spr. u. Wortsch. Hesiods 186 f.
Etymology: Als "Vollperiode, Volljahr" allgemein und wohl richtig zu πλέως, ep. πλεῖος voll gezogen mit ών- Suffix (nach αἰών od. den Monatsnamen?; vgl. Schwyzer 488).
Page 2,556-557