ποδάρκης
τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you
German (Pape)
[Seite 642] ες, eigtl. mit den Füßen ausreichend, dah. fußkräftig, fußschnell; Hom. oft in der Il., bes. als Beiwort des Achill; von der Zeit, schnell vorübereilend, ἁμέρα, Pind. Ol. 13, 37 (vgl. P. 5, 31), wo es ποδαρκής betont ist, wie das neutr. ποδαρκές Arcad. 417 erwähnt. S. auch nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
aux pieds agiles ; agile.
Étymologie: πούς, ἀρκέω.
Russian (Dvoretsky)
ποδάρκης:
1 крепконогий, быстроногий (Ἀχιλλεύς Hom.);
2 быстролетный (ἁμέρα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ποδάρκης: -ες, (ἀρκέω) ὁ τοῖς ποσὶ ταχὺς καὶ ἀρκεῖν δυνάμενος, ὁ ταχὺς τοὺς πόδας, ἐπίθ. τῶν ταχυπόδων, συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀχιλλέως· οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.· ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Β. 688, κτλ.: παρὰ Πινδ. ἐν Ο. 13. 53, ποδάρκης ἁμέρα, ἡμέρα ταχύτητος, δηλ. καθ’ ἣν εἰς ὠκύτητα ποδῶν ἠγωνίζοντο· ποδοκέων δρόμων τέμενος, τὸ ἱερὸν πεδίον τῶν εἰς ὠκύτητα ἀγώνων δηλ. τὸ Πυθικὸν στάδιον, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 45· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, ποδάρκε’ ἄγγελον Διὸς Βακχυλ. XVIII, 30 Blass ἔνθα ποδαρκέ’.
English (Autenrieth)
(ἀρκέω): strong of foot, swift-footed. (Il.)
Greek Monolingual
-ες και ποδαρκής, -ές Α
1. αυτός που σπεύδει τρέχοντας να βοηθήσει, ο γρήγορος στα πόδια («ποδάρκης οἷος Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.)
2. (για φάρμακο) κατάλληλο για τη θεραπεία της ποδάγρας
3. φρ. α) «ποδαρκής δρόμος» — αγώνας δρόμου ταχύτητας
β) «ποδαρκέων... δρόμων τέμενος» — ο ιερός στίβος του σταδίου
γ) «ποδαρκὴς ἁμέρα» — η μέρα τών αγώνων δρόμου ταχύτητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -αρκής/ -άρκης (< ἀρκῶ), πρβλ. επαρκής, αυτάρκης].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of Achilles (ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς Il.), also of Hermes (B.), of δρόμοι and ἡμέρα (Pi.); also as adjunct of a remedy against gout (Gal.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. keeping off or helping with the feet, i.e. quickfooted = ποδώκης; in Gal. = helping the feet; from ἀρκέω in the older ep. meaning keep off, help, not (wiht Bechtel Lex. s. v.) in the younger meaning be sufficient. On ποδάρκης beside ποδώκης and πόδας ὠκύς Treu Von Homer zur Lyrik 6, Bergson Eranos 54, 69.
Middle Liddell
ποδ-άρκης, ες ἀρκέω
sufficient with the feet, swiftfooted, of Achilles, Il.; ποδάρκης ἁμέρα a day of swiftness, i. e. on which swift runners contended, Pind.; ποδαρκέων δρόμων τέμενος the field of swift courses, i. e. the Pythian racecourse, Pind.
Frisk Etymology German
ποδάρκης: {podárkēs}
Meaning: Beiw. des Achilles (ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς Il.), auch von Hermes (B.), von δρόμοι und ἡμέρα (Pi.); auch als Bew. eines Heilmittels gegen Gicht (Gal.).
Etymology : Eig. ‘mit den Füßen abwehrend od. helfend', d.h. schnellfüßig = ποδώκης; bei Gal. = den Füßen helfend; von ἀρκέω in der älteren ep. Bed. abwehren, helfen, nicht (mit Bechtel Lex. s. v.) in der jüngeren Bed. ausreichen, genügen. Zu ποδάρκης neben ποδώκης und πόδας ὠκύς Treu Von Homer zur Lyrik 6, Bergson Eranos 54, 69.
Page 2,569