πολυκερδής

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκερδής Medium diacritics: πολυκερδής Low diacritics: πολυκερδής Capitals: ΠΟΛΥΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: polykerdḗs Transliteration B: polykerdēs Transliteration C: polykerdis Beta Code: polukerdh/s

English (LSJ)

πολυκερδές, very crafty or wily, νόος Od.13.255; shrewd in business, money-making, Man.1.132, Polem.Phgn.8; gainful, τέχναι Opp.H.2.15.

German (Pape)

[Seite 664] ές, sehr schlau, listig, νόος, Od. 13, 255; auch von vielem Gewinn, sehr vortheilhaft, Man. 1, 132 Dionys. 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très adroit, rusé, fourbe.
Étymologie: πολύς, κέρδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκερδής -ές [πολύς, κέρδος] slim, gewiekst:. νόον πολυκερδέα νωμῶν een slimme geest ontplooiend Od. 13.255.

Russian (Dvoretsky)

πολυκερδής: хитроумнейший (νόος Hom.).

English (Autenrieth)

ές (κέρδος): very crafty, cunning, Od. 13.255†.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
1. αυτός που αποφέρει μεγάλο κέρδος
2. αυτός που κερδίζει πολλά
αρχ.
1. πολύ πανούργος, πολυμήχανος («αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκέρδεα νωμῶν», Ομ. Οδ.).
επίρρ...
πολυκερδώς / πολυκερδῶς ΝΑ
κατά τρόπο πολυκερδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχροκερδής].

Greek Monotonic

πολῠκερδής: -ές (κέρδος), πολύ πανούργος ή πονηρός, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκερδής: -ές, πολὺ πανοῦργος, «τετραπέρατος», νόος Ὀδ. Ν. 255· ὁ εἰς ἐργασίας δεξιός, ὁ πολλὰ κέρδη ἀπολαμβάνων, Μανέθων 1. 132.

Middle Liddell

πολῠ-κερδής, ές κέρδος
very crafty or wily, Od.