ποτήρι
Greek Monolingual
ποτήρι, το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α ποτήρ
1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό
2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα»)
3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία, φαρμάκι (α. «πιε το πικρόν ποτήριον της ξενιτιάς», Κάλβ.
β. «παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο», ΚΔ)
4. φρ. «άγιο(ν) ποτήριο(ν)» — σκεύος κατασκευασμένο συνήθως από πολύτιμο μέταλλο, διακοσμημένο με ανάγλυφες ιερές παραστάσεις, επιχρυσωμένο εσωτερικά, μέσα στο οποίο φυλάσσεται και από το οποίο δίδεται στους πιστούς ο καθαγιασμένος κατά τη θεία ευχαριστία οίνος και το οποίο συμβολίζει το ποτήρι που χρησιμοποίησε ο Χριστός κατά τον μυστικό δείπνο
νεοελλ.
1. το πιοτό, η οινοποσία («έχει τον νου του μόνο στο ποτήρι»)
2. ονομασία παλαιότερης μονάδας βάρους υγρών που ισοδυναμούσε με 0, 242361 λίτρες
3. το ουδ. ως ουσ. το ποτήριο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες της τάξης ροδώδη, ένα από τα κυριότερα είδη του οποίου, το Ποτήριο το ακανθώδες, απαντά και στην Ελλάδα και είναι γνωστό με την κοινή ονομασία αφάνα
4. φρ. α) «ποτήρι ζέσης»
χημ. σκεύος τών χημικών εργαστηρίων κατασκευασμένο από ειδικό πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση ή τον βρασμό υγρών ουσιών ή διαλλυμάτων
β) «αυτός είναι γερό ποτήρι» — λέγεται για κάποιον που αντέχει στο ποτό, που μπορεί να πιει πολύ
μσν.
φρ. «ποτήριον Χριστού» — το μαρτύριο ή ο μαρτυρικός θάνατος για χάρη του Χριστού
αρχ.
1. πιθάρι του οποίου το σχήμα μοιάζει με ποτήρι
2. ειδικό σκεύος τών ναών στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα προσφερόμενα δώρα
3. απορροφητικό σκεύασμα
4. είδος αγκαθωτού θάμνου
5. φρ. α) «κεραμεοῦν ποτήριον» — ποτήρι κατασκευασμένο από πηλό
β) «ἀργυροῦν ποτήριον» — ποτήρι κατασκευασμένο από ασήμι.