προσκοινωνέω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A to be partaker, τινος of a thing, share in it, Pl.Sph. 252a; τῶν δρωμένων D.C.66.12; στάσεών τινι with one, Pl.Lg.757d; τινι SIG364.27 (Ephesus, iii B.C.).
II give one a share of.., π. σφίσι τῶν παρόντων D.C.37.56; π. τούτῳ ἀπὸ τῶν ὑμετέρων χρημάτων D 34.36.
German (Pape)
[Seite 770] 1) Einem wovon mitteilen, προσκοινωνήσας τούτῳ ἀπὸ τῶν ἡμετέρων χρημάτων Dem. 34, 36, u. Sp. – 2) woran Teil haben, οὐσίας, Plat. Soph. 252 a; Legg. VI, 757 d.
French (Bailly abrégé)
προσκοινωνῶ :
1 faire part, τινί τινος de qch à qqn;
2 avoir part, gén..
Étymologie: πρός, κοινωνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κοινωνέω deelhebben aan, met gen.
Russian (Dvoretsky)
προσκοινωνέω:
1 иметь долю, участвовать (οὐσίας Plat.);
2 уделять (τινι ἀπὸ τῶν χρημάτων Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
προσκοινωνέω: γίνομαι κοινωνός, μέτοχος, τινός, πράγματός τινος, Πλάτ. Σοφιστ. 252Α· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 757D. ΙΙ. = προσκοινόω, παρέχω εἴς τινα μέρος..., πρ. σφισι τῶν παρόντων Δίων Κ. 37. 56, πρβλ. 66. 12· πρ. τούτῳ ἀπὸ τῶν ἡμετέρων χρημάτων Δημ. 918. 1.
Greek Monotonic
προσκοινωνέω: μέλ. -ήσω, δίνω σε κάποιον ένα μέρος από κάτι, τινὶ ἀπό τινος, σε Δημ.