σκοτόω
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
darken, blind, σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα S.Aj.85; stupefy, Sor.1.125 (Act. and Pass.); make dizzy, τὰς ὄψεις Ph.Byz. Mir.2.5: metaph., Ep.Eph.4.18:—Pass., to be in darkness, suffer from vertigo, like σκοτοδινιάω, Pl.R. 518a, Prt.339e, Tht.209e, Thphr. Vert.7, Plb.10.13.8; ἕλμινθες -ωθεῖσαι stupefied, Herod.Med. ap. Aët. 9.37, cf. Gal.16.657.
German (Pape)
[Seite 906] 1) finster, dunkel machen, verfinstern, verdunkeln; ἐγὼ σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα, Soph. Ai. 85; Plat. Rep. VII, 518 a. – 2) drehend, schwindlig machen, daß es Einem dunkel vor den Augen wird, ἐσκοτώθην καὶ ἰλλιγγίασα, Plat. Prot. 339 e; vgl. Pol. 10, 13, 8; τῇ πλάνῃ σκοτούμενος, Pallad. 121 (X, 96); ὁ σκοτωθείς, S. Emp. adv. log. 1, 192.
French (Bailly abrégé)
σκοτῶ :
1 couvrir de ténèbres, acc.;
2 aveugler par un éblouissement ; Pass. avoir le vertige.
Étymologie: σκότος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοτόω [σκότος] verduisteren, verblinden; vooral pass..; ὡσπερεὶ ὑπὸ ἀγαθοῦ πύκτου πληγεὶς ἐσκοτώθην alsof ik door een goede bokser geslagen was werd het zwart voor mijn ogen Plat. Prot. 339e; ἐσκοτώθη ὁ ἥλιος de zon werd verduisterd NT Apoc. 9.2; ook overdr.. ἐσκοτωμένοι τῇ διανοίᾳ ὄντες ‘in hun geest heerst duisternis' NT Eph. 4.18.
Russian (Dvoretsky)
σκοτόω: погружать во тьму, перен. помрачать, ослеплять (βλέφαρα δεδορκότα Soph.): τῇ πλάνῃ σκοτούμενος Anth. ослепленный заблуждением; ἐσκοτώθην Plat. у меня в глазах потемнело; ὁ σκοτωθείς Sext. страдающий обмороками или головокружением.
English (Strong)
from σκότος; to obscure or blind (literally or figuratively): be full of darkness.
English (Thayer)
σκότῳ: passive, perfect participle ἐσκοτωμενος; 1st aorist ἐσκοτώθην; (cf. WH's Appendix, p. 171); (σκότος); to darken, cover with darkness: L T WH; to darken or blind the mind: σκοτώμενοι τῇ διάνοια, L T Tr WH. (Sophocles), Plato, Polybius, Plutarch, others; the Sept..)
Greek Monotonic
σκοτόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι σκοτεινό, τυφλώνω — Παθ., βρίσκομαι στο σκοτάδι· επίσης, υποφέρω από ίλιγγο, ζαλίζομαι, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτόω: ποιῶ τι σκοτεινόν, σκοτίζω, τυφλώνω, σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα Σοφ. Αἴ. 85. - Παθ., εἶμαι ἐν τῷ σκότει, τυφλοῦμαι, σκοτίζομαι, πάσχω ἐκ σκοτοδινίας, ὡς τὸ σκοτοδινιάω, Πλάτ. Πολ. 518Α, Πρωτ. 339Ε, Θεαίτ. 209Ε. ΙΙ. φονεύω, «σκοτώνω», Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ.
Middle Liddell
σκοτόω, fut. -ώσω [from σκότος
to make dark, to blind:—Pass. to be in darkness: also to suffer from vertigo, Plat.
Chinese
原文音譯:skotÒw 士可拖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(變)黑暗
字義溯源:使暗,黑暗,蒙蔽;源自(σκότος)=蔭蔽),而 (σκότος)出自(σκιά)*=蔭,影子)。參讀 (γνόφος)同義字
同源字:1) (σκοτεινός)不透明 2) (σκοτία)昏暗 3) (σκοτίζομαι)使暗 4) (σκότος)蔭蔽 5) (σκοτόω)蒙蔽
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 黑暗的(1) 啓16:10