φιλαπεχθήμων

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλᾰπεχθήμων Medium diacritics: φιλαπεχθήμων Low diacritics: φιλαπεχθήμων Capitals: ΦΙΛΑΠΕΧΘΗΜΩΝ
Transliteration A: philapechthḗmōn Transliteration B: philapechthēmōn Transliteration C: filapechthimon Beta Code: filapexqh/mwn

English (LSJ)

φιλαπεχθήμον, gen. ονος, fond of making enemies, quarrelsome, Lys. 24.24, Isoc. 8.65, D. 24.6 ; Sup., Jul. Mis. 342d. Adv. φιλαπεχθημόνως = contentiously, φιλαπεχθημόνως ἔχειν = to be quarrelsome, Pl.R. 500b ; πρός τινα Ph. 2.381.

German (Pape)

[Seite 1275] ονος, = Folgdm; Lys. 24, 24; Isocr. 15, 115; Dem. 24, 6 u. öfter; Sp., wie Plut. sec. Epic. 19.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
malveillant, haineux, hargneux, méchant.
Étymologie: φίλος, ἀπεχθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

φιλαπεχθήμων: 2, gen. ονος враждебно настроенный, сварливый Lys., Isocr., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰπεχθήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν νὰ κάμνῃ ἐχθρούς, φίλερις, Λυσ. 170. 27, Ἰσοκρ. 172C, Δημ. 701. 24. Ἐπίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, φιλεῖν τὰς ἔριδας, Πλάτ. Πολ. 500Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλαπεχθημόνως. φιλομίσως, φιλοῦντας μισεῖσθαι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 73.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιδιώκει να γίνεται εχθρός με τους άλλους, φίλεχθρος («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», Δημοσθ.).
επίρρ...
φιλαπεχθημόνως Α
με φιλαπεχθημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπεχθήμων «μισητός, απαίσιος»].

Greek Monotonic

φῐλᾰπεχθήμων: -ον, γεν. -ονος (ἀπεχθάνομαι), αυτός που αγαπά να κάνει εχθρούς, εριστικός, σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, έχω φιλέριδη διάθεση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰπεχθήμων, ονος, ἀπεχθάνομαι
fond of making enemies, quarrelsome, Isocr., Dem. adv., φιλαπεχθημόνως ἔχειν to be quarrelsome, Plat.

Translations

quarrelsome

Bulgarian: свадлив; Czech: hádavý; Dutch: twistziek, ruzieachtig; Esperanto: kverelema; Finnish: riitaisa, räyhäkäs, toraisa; French: querelleux, querelleur; Georgian: მოჩხუბარი, ჩხუბის თავი; German: streitsüchtig, zänkisch, unverträglich, zanksüchtig, händelsüchtig, hadersüchtig, streitlustig; Greek: κακότροπος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δύσερις, δύσηρις, δυσήριστος, ἐριστικός, μαχητικός, μάχιμος, μαχιμώδης, παραθερμανθείς, στασιώδης, συμβαλλομάχος, φιλαπεχθήμων, φιλαπεχθής, φίλερις, φιλεχθής, φιλόδηρις, φιλόνεικος, φιλόνικος; Hungarian: veszekedős; Irish: achrannach, clamprach, imreasach, cointinneach, trodach, anglánta, argánta, bruíonach; Maori: pākani, tumatuma, nihoniho, pakapaka, ngaweri, toheriri, tumatuma; Norwegian Bokmål: trettekjær, kranglevoren; Nynorsk: trettekjær, kranglevoren; Polish: swarliwy, kłótliwy, awanturniczy; Scottish Gaelic: connsachail, connspaideach, dranndanach; Spanish: rijoso; Tagalog: palabangay; Welsh: cwerylgar, ffraegar, cecrus, cynhennus, ymrafaelgar, ymrysongar