φόρημα
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is carried, load, S.Ph.474; φόρημα φρυγάνων Aen.Tact.29.7; metaph., burden, A.Fr.392, E.Fr.643; ἄσηρον φόρημα Hp.Art.35; οἷον φόρημα ὁ φόβος X.Cyr. 3.1.25, cf. Hier.8.10.
2 that which is worn, Poll.7.95: hence of ornament or dress, βουβάλια, καρπῶν.. φορήματα worn upon the wrists, Diph.59; ἡ χλαῖνα ἡρωϊκὸν φόρημα Ammon.Diff.p.140 V., cf. Phld.Piet.17, D.H.2.72, Plu.Dem.30, Luc.Dem.Enc.21; σκῆπτρον, βασιλικὸν φόρημα Corn.ND9, etc.
3 of a harp, Paus.9.30.2.
4 = Lat. ferculum, as borne in triumphs, Plu.Sull.38, Luc.37.
II collect. for οἱ φορεῖς, Plb.8.29.7.
German (Pape)
[Seite 1300] τό, das was man trägt, Xen. Mem. 3, 10, 13; Tracht, Last, Aesch. frg. 276; Soph. Phil. 474; βαρύ Eur. frg. – Kleidung, Schmuck, Ringe u. vgl., Plut. Dem. 30, der es auch = dem lat. ferculum braucht, Sull. 38 Lucull. 37. – Auch = φέρετρον, Trage, Babre.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 fardeau, charge;
2 vêtement, parure;
3 brancard.
Étymologie: φορέω.
Russian (Dvoretsky)
φόρημα: ατος τό
1 ноша, груз Soph., Xen.;
2 бремя, обуза (Eur. - v.l. φρόνημα): φ. ὁ φόβος (ἐστίν) Xen. страх - (тяжелая) обуза;
3 одежда, наряд Arst.: τὸ τῶν ὅπλων φόρημα Xen. вооружение;
4 украшение Arph.: φόρημα περιβραχιόνιον Plut. браслет;
5 (лат. ferculum) носилки, паланкин Plut.;
6 ( = οἱ φορεῖς) группа несущих паланкин, носильщики Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
φόρημα: τό, τὸ φερόμενον, μεταφερόμενον, φορτίον, Λατ. gestamen, Σοφ. Φιλ. 474· μεταφορ., ἄχθος, βάρος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 258, Εὐρ. Ἀποσπ. 644· φ. ἄσηρον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· οἷον φ. ὁ φόβος Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25, πρβλ. Ἱέρ. 8, 10. 2) ὅ,τι φορεῖ τις, κόσμημα, στολίδιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 310· βουβάλια, καρπῶν παρθένου φορήματα, κοσμήματα χρυσᾶ περιτιθέμενα τῷ καρπῷ τῆς χειρὸς παρθένου, Δίφιλος ἐν «Παλλακῇ» 1· ἡ χλαῖνα ἡρωικὸν φ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 458· πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 72, Πλουτ. Δημοσθ. 20, Λουκ., κλπ. 3) λέγεται ἐπὶ κιθάρας ὡς παρὰ Λατίνοις τὸ gestamen, Παυσ. 9. 30, 2. 4) ὡς μετάφρασις τοῦ Λατιν. ferculum, φορεῖον ἐφ’ οὗ ἐν πομπαῖς τὰ λάφυρα καὶ αἱ τῶν θεῶν εἰκόνες ἐφέροντο, Πλουτ. Σύλλ. 38, Λούκουλλ. 37. ΙΙ. περιληπτικῶς, οἱ φορεῖς, Πολύβ. 8. 31, 7.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α
βλ. φόρεμα.
Greek Monotonic
φόρημα: -ατος, τό,
1. αυτό που μεταφέρεται, φορτίο, βάρος, Λατ. gestamen, σε Σοφ., Ξεν.
2. αυτό που φοριέται, κόσμημα, σε Σοφ., Ξεν.
3. ως μετάφραση του Λατ. ferculum, στον ίδ.
Middle Liddell
φόρημα, ατος, τό, [from φορέω
1. that which is carried, a load, freight, Lat. gestamen, Soph., Xen.
2. that which is worn, an ornament, Plut., etc.
3. as translation of Lat. ferculum, Plut.
Translations
burden
Arabic: حِمْل, عِبْء; Egyptian Arabic: حمل; Armenian: բեռ; Aromanian: sartsinã, greatsã, griutati, furtii, var; Assamese: বোজা; Belarusian: цяжар, бярэмя, ноша, груз; Bulgarian: товар; Catalan: càrrega, carga; Chinese Mandarin: 負荷, 负荷; Czech: břemeno, zatížení, náklad, zátěž; Danish: byrde, læs; Dutch: last; Faroese: byrði, byrða, burður; Finnish: kuorma, taakka; French: charge, fardeau; Galician: carga; German: Belastung, Last, Bürde; Alemannic German: Burdi; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐍂𐌸𐌴𐌹; Ancient Greek: ἄχθος, βάρημα, βάρος, βρῖθος, φόρημα, φορτίον; Hebrew: נֵטֶל, עֹל; Hungarian: teher; Icelandic: byrði, burður; Irish: muirear; Italian: carico, fardello; Japanese: 積み荷; Korean: 짐, 바리; Kurdish Central Kurdish: بار گرانی; Northern Kurdish: berpirsiyarî, bar; Latin: onus, sarcina; Macedonian: товар; Malay: beban; Maori: wahanga, wahanga; Norwegian Bokmål: byrde, belastning; Nynorsk: byrde, belastning; Old English: byrþen; Persian: بار; Polish: ciężar, brzemię; Portuguese: carga, fardo; Romanian: sarcină, povară; Russian: ноша, груз; Sanskrit: भार; Serbo-Croatian Cyrillic: бре̏ме, брје̏ме, то̀вар; Roman: brȅme, brjȅme, tòvar; Slovak: bremeno, náklad, záťaž; Slovene: tovor; Spanish: carga; Swahili: mzigo; Swedish: börda, belastning; Tagalog: dinadalang mabigat; Tajik: бор; Tocharian B: perpette; Turkish: yük; Ukrainian: тягар, ноша, вантаж; Westrobothnian: tȳnj, tōng, bȯhl, kylt; Zazaki: bar, selag