χιονίζω
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
A snow upon, cover with snow: impers., εἰ ἐχιόνιζε.. τὴν χώρην [sc. ὁ θεός] Hdt.2.22: abs., εἰ ἐχιόνιζε if it snowed, ibid.:—Pass., to be covered with snow, D.S.1.39, Sm.Ps.67(68).15, Dsc.4.61, D.L.6.23 (v.l. κεχιονωμένους), Sch. A.R.4.269.
II turn into snow, in Pass., PMag.13.299 Preisendanz; make snow-white, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1356] deschneien, mit Schnee bedecken, schneeweiß machen; εἰ ἐχιόνιζε τὴν χώρην, sc. ὁ Ζεύς od. ὁ θεός, Her. 2, 22; – auch intrans. impers., es schnei't, ib. – [Die Ep. brauchen ι in der Vershebung auch lang.]
French (Bailly abrégé)
couvrir de neige.
Étymologie: χιών.
Russian (Dvoretsky)
χιονίζω: покрывать снегом (τὴν χώρην Her.): εἰ ἐχιόνιζε impers. Her. если бы шел снег; οὐ τὸν περὶ τὴν μεσημβρίαν τόπον χιονίζεσθαι Diod. (Демокрит говорит), что южная часть (Египта) не покрывается снегом.
Greek (Liddell-Scott)
χιονίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς καὶ νῦν, χιονίζω, καλύπτω διὰ χιόνος, εἰ ἐχιόνιζε .. τὴν χώρην (ἐξυπακ. ὁ θεὸς) Ἡρόδ. 2. 22· καὶ ἀπολ., εἰ ἐχιόνιζε, αὐτόθι· πρβλ. νέφω· - Παθ., χιονίζομαι, καλύπτομαι ὑπὸ χιόνος, Διογ. Λαέρτ. 6. 23 (διάφ. γραφ. κεχιονωμένους), Διόδ. 1. 39, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 268, κλπ. ΙΙ. κάμνω τι λευκὸν ὡς χιόνα, λευκαίνω, «χιονίζει· λευκαίνει» Ἡσύχ.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ χιών, χιόνος]
1. καλύπτω με χιόνι
2. (ως τριτοπρόσ.) χιονίζει
ρίχνει χιόνι, πέφτει χιόνι (α. «έχει καιρό να χιονίσει» β. «ὥστε εἰ ἐχιόνιζε, ὕετο ἄν ταῦτα τὰ χωρία», Ηρόδ.)
3. μτφ. καθιστώ κάτι λευκό σαν το χιόνι
νεοελλ.
1. (αμτβ.) είμαι λευκός σαν το χιόνι («τις στέγες που χιονίζουνε περιστεριών φτερούγες», Πορφυρ.)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χιονισμένος, -η, -ο
καλυμμένος με χιόνι («χιονισμένα βουνά»)
αρχ.
παθ. χιονίζομαι
μετατρέπομαι σε χιόνι.
Greek Monotonic
χῐονίζω: μέλ. -ίσω, χιονίζω, καλύπτω με χιόνι· απρόσ., ἐχιόνιζε τὴν χώρην, χιόνιζε πάνω από τη χώρα, σε Ηρόδ.· εἰ ἐχιόνιζε, αν χιόνιζε, στον ίδ.
Middle Liddell
χιονίζω,
to snow upon, cover with snow: impers., ἐχιόνιζε τὴν χώρην it was snowing over the country, Hdt.: εἰ ἐχιόνιζε if it was snowing, Hdt.
Léxico de magia
convertir en nieve ref. al fuego, en v. med.-pas. ἄκουε, πῦρ, ... δόξα τοῦ ἐντίμου φωστῆρος, σβέσθητι, χιονίσθητι escucha, fuego, gloria del honorable iluminador, apágate, hazte nieve P XIII 298