ἀήθης
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
ἀήθες, (ἦθος)
A unwonted, strange, ὄψις A.Supp.567; δώματα v.l. in S.Fr.583.10. Adv. ἀήθως = unexpectedly, Th.4.17.
II unused to a thing, c. gen., μάχης Th.4.34, cf. Pl.Tht.146b,al.; ἀ. τοῦ κατακούειν, τοῦ προπηλακίζεσθαι, D.1.23, 21.72.
b strange in manner, unlike oneself, prob. f.l. for ἀγηθής in S.Tr.869.
2 without character, τραγῳδία Arist.Po.1450a25, cf. 1460a11.
Spanish (DGE)
-ες
• Morfología: [jón. plu. ac. ἀήθεας Hp.Flat.9, 10]
I 1raro, desacostumbrado, insólito ὄψις A.Supp.567, D.C.42.27.1, θερμότης Pl.Phdr.251b, τόποι Hp.ll.cc., ὕβρισμα X.Ath.3.5, λογισμός Philostr.Iun.Im.7.2, σάρξ Nonn.Par.Eu.Io.3.13, ἀήθεις ἀστέρες estrellas insólitas prob. estrellas fugaces Aen.Gaz.Thphr.35.2
•desconocido, extraño ref. a un perro, Fauorin.De Ex.14.31.
2 de pers. no acostumbrado, sin experiencia en c. inf. συγγίνεσθαι Emp.B 22.8, c. gen. μάχης Th.4.34, τοῦ κατακούειν D.1.23, δημοκρατικῆς πολιτείας Plb.31.2.12, cf. Hsch.
•abs. extraño a sí mismo, enajenado S.Tr.869.
II 1que no tiene ἦθος o carácter τραγῳδία Arist.Po.1450a25, cf. 1460a11.
2 que no tiene modales, rudo Hsch.
III adv. ἀήθως (ἀηθῶς Poll.5.145)
1 sin costumbre, infrecuentemente τι ἀγαθὸν λαμβάνειν Th.4.17, cf. A.D.Adu.200.13.
2 sin costumbre, sin experiencia ταύτης ἕνεκα τοῦ βαδίζειν μακρότερον ἀ. ἔχειν Hld.2.19.1, cf. Poll.5.145.
German (Pape)
[Seite 44] ες, 1) ungewohnt, μάχης Thuc. 4, 34; λόγων Piat. Lach. 194 a; τοῦ κατακούειν Dem. 1, 23; oft von Sachen, ungewöhnlich, ὄψις Aesch. Suppl. 562; γραῖα Soph. Tr. 866, mit der Nebenbedeutung des Schrecklichen. – 2) Ohne Charakter, entgegengesetzt ἦθος ἔχων, Arlst. Poet. 25. – Adv. ἀήθως, Thuc. 4, 17.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 qui n'a pas l'habitude de, gén.;
2 inaccoutumé, nouveau, étrange.
Étymologie: ἀ, ἦθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀήθης:
1 непривыкший, непривычный (τινός Thuc., Plat., Dem., Plut.);
2 непривычный, необычный (ὄψις Aesch.; μεταβολαί Plut.);
3 лит. не имеющий (определенного) характера: εἰσάγειν οὐδέν᾽ ἀήθη, ἀλλ᾽ ἔχοντα ἤθη Arst. выводить (на сцену героев) не лишенных характеров, а (напротив) с характерами.
Greek (Liddell-Scott)
ἀήθης: -ες, (ἦθος), ἀσυνήθης, παράδοξος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 568· εἰς ἀήθη δώματα, Σοφ. Ἀποσπ. 517: ― Ἐπιρρ. -θως = ἀπροσδοκήτως, Θουκ. 4. 17. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ συνειθισμένος εἴς τι, μετὰ γεν., μάχης, Θουκ. 4. 34, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 146Β, καὶ ἀλλ.· - ἀήθεις τοῦ κατακούειν, τοῦ προπηλακίζεσθαι, Δημ. 15. 28, 538. 2: - ἐν Σοφ. Τρ. 869 ὁ Wunder γράφει ἀηδής. 2) ὁ ἄνευ ἤθους ἢ χαρακτῆρος, τραγῳδία, Ἀριστ. Ποιητ. 6, 15· πρβλ. 24, 14.
Greek Monotonic
ἀήθης: -ες (ἦθος),
I. παράδοξος, ασυνήθιστος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -θως, απροσδόκητα, σε Θουκ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν είναι συνηθισμένος σε κάτι· με γεν., μάχης, στον ίδ., τοῦ προπηλακίζεσθαι, σε Δημ.
Middle Liddell
ἦθος
I. unwonted, unusual, Aesch.:—adv. -θως, unexpectedly, Thuc.
II. of persons, unused to a thing, c. gen., Thuc., Dem.
English (Woodhouse)
new, novel, unfamiliar, unusual, inexperienced in, new to, unaccustomed to, unfamiliar with, unused to