ἀσύμβολος
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
ἀσύμβολον,
A without contribution (cf. συμβολή), freq. in later Com.:
I of the dinner, δεῖπνον ἀ. to which no one brings anything, Alex.257.2, Amphis 39; δείπνων ἡδοναῖς ἀ. Timocl.8.10: metaph., ἀ. βίος unsocial, solitary, Plu.2.957a.
II of persons, not contributing to a feast, not paying one's scot or share, δεῖπνα δειπνεῖν ἀσύμβολον Aeschin.1.75, cf. Dromo 1.2; ἀ. κινεῖν ὀδόντας Timocl.10.4; τὸν ἀ. εὗρε γελοῖα λέγειν Ῥαδάμανθυς Anaxandr.10; τρέφειν τινὰ ἀ. Men.Sam.258, cf. Diph.73.8; ἔστω ἀ. ἐν συνόδοις πάσαις Michel 998.44 (Delos); ἡδονὴ ἀ. Plu.2.646b. Adv. ἀσυμβόλως, δειπνεῖν Ath.4.162f (ἀσυμβόλῳ Kaib.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀξύμ- Poll.5.150
I 1al que nadie aporta nada, δεῖπνον Alex.257.2, Amphis 39, en el prov. ἀσύμβολον κώθωνα μὴ παραλίμπανε Chrysipp.SHell.337, cf. Dromo 1.2.
2 que no contribuye con su parte de un comensal ὅταν μειράκιον ... δεῖπνα δειπνῇ ἀσύμβολον Aeschin.1.75, de parásitos ἀσύμβολον κινεῖν ὀδόντας Timocl.10.4, ὃν τρέφουσα ἀσύμβολον Men.Sam.603, ἀσυμβόλῳ δειπνεῖν cenar de gorra Ctesibius 1, cf. Anaxandr.10, Diph.74.8
•de alguien a quien se honra que no está obligado a contribuir, Michel 998.44 (Delos), SB 7457.40 (II a.C.)
•fig. ἀσύμβολος τοῦ λόγου μετασχεῖν estar presente en una conversación sin participar Plu.2.635c, cf. Luc.Rh.Pr.26, Ach.Tat.8.17.1
•tb. de abstr. que no aporta beneficio ἐκάλει τε τὸν μὲν ἀσύμβολον πλοῦτον ... νεκρὸν πλοῦτον llamaba riqueza muerta a la que no produce beneficio Philostr.VS 547, ἡδονὴν ἀσύμβολον δέχεσθαι Plu.2.646b.
3 no compartido βίος ἀ. vida solitaria, insociable Plu.2.957a.
II que no se puede entender γράμματα ἐν στήλαις ... δυσσύμβολα ἀξύμβολα Poll.l.c.
German (Pape)
[Seite 380] 1) ohne Beitrag, δεῖπνον, wozu kein Gast beisteuert, Amphis Ath. I, 8 b; δείπνου ἡδοναὶ ἀσύμβολοι Timocl. Ath. VI, 237 e; ἀσυμβόλως δειπνεῖν; κώθων ἀσύμβολος Chrysipp. Ath. I, 8 c. – 2) akt., nicht beisteuernd, zum Gastmahl, δειπνεῖν Aeschin. 1, 75; Plut. Symp. 8, 7, 3; Macho bei Ath. VI, 240 d; dah. keinen Nutzen für das Ganze bringend, vgl. Luc. Rhet. praec. 26; ungesellig, βίος Plut. aqu. et ign. compar. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne paie pas son écot;
2 qui n'a commerce avec personne, solitaire.
Étymologie: ἀ, συμβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύμβολος:
1 не участвующий в складчине, уклоняющийся от взноса (πολυτελῆ δεῖπνα δειπνεῖν ἀσύμβολον Aeschin.);
2 перен. не принимающий участия (ἔν τινι Plut.);
3 сторонящийся общества, одинокий (ἄγριος καὶ ἀ. βίος Plut.);
4 не приносящий пользы, бесполезный Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμβολος: -ον, ὁ ἄνευ συμβολῆς, συνεισφορᾶς, συχν. παρὰ μεταγεν. Κωμικ. Ι. ἐπὶ δείπνου, δεῖπν’ ἀσύμβολα, πρὸς ἃ οὐδεὶς συνεισφέρει τι, Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 3· χαίρουσι δείπνων ἡδοναῖς ἀσυμβόλοις Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 10: - μεταφ. ἀσ. βίος, ἀκοινώνητος, μονήρης, Πλάτ. 2. 957Α. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ συνεισφέρων ἔρανον εἰς συμπόσιον, ὁ μὴ πληρώνων τὸ μερίδιόν του, Λατ. immunis, δεῖπνα δειπνεῖν ἀσύμβολον Αἰσχίν. 11. 13· ὑπερῃσχυνόμην μέλλων ἀσύμβολος πάλιν δειπνεῖν, χωρὶς νὰ πληρώσω ἔρανον, Δρόμων ἐν «Ψαλτρίᾳ» 1· ἀσύμβολος κινεῖν ὀδόντας, νὰ τρώγῃ χωρὶς νὰ συνεισφέρῃ, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 1· ὁ ἀσύμβολος ἦτο ὑπόχρεως νὰ ἀναπληρώνῃ τὴν ἔλλειψίν του ταύτην δι’ ἀστειολογιῶν, τὸν ἀσ. εὖρε γελοῖα λέγειν Ραδάμανθυς καὶ Παλαμήδης Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 2, πρβλ. Τερέντιον (Ἄφρον) ἐν Φορμ. 2. 2, 25· «Κτησίβιος δ’ ὁ Χαλκιδεὺς ὁ Μενεδήμου γνώριμος... ἐρωτηθεὶς ὑπό τινος τί περιγέγονεν ἐκ φιλοσοφίας αὐτῷ; ἔφη, ἀσύμβολος δειπνεῖν» Ἀθήν. 162F· ἐδίδετο δὲ καὶ ὡς προνόμιον ὑπὸ τῆς πόλεως, ἔστω δὲ ἀσύν[βολ]ος καὶ ἀλειτούργητος ἐν ταῖς γινομέναις συνόδοις πάσαις Συλλ. Ἐπιγρ. 2271, 44.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσύμβολος και ἀξύμβολος, -ον) συμβάλλω
νεοελλ.
(για επιστήμη ἡ λόγο) αυτός στον οποίο δεν γίνεται χρήση συμβόλων ή παραστάσεων
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν συνεισφέρει σε τελετή ή σε δείπνο το μερίδιό του
2. (για δείπνο) αυτό που γίνεται χωρίς συνεισφορά των συνδαιτυμόνων
3. ακατανόητος, δυσνόητος
4. φρ. «ἀσύμβολος βίος» — ακοινώνητη, μοναχική ζωή.
Greek Monotonic
ἀσύμβολος: -ον, αυτός που δεν πληρώνει τη συνεισφορά ή το μερίδιο του (συμβολαί), Λατ. immunis, δειπνεῖν ἀσύμβολον, σε Αισχίν.
Middle Liddell
not paying one's scot or share (συμβολαί), Lat. immunis, δειπνεῖν ἀσύμβολον Aeschin.